Στη διάλεξή της η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα επιχειρεί μια επισκόπηση της σχέσης λογοτεχνίας και ζωγραφικής από τον κλασικισμό μέχρι την αφηρημένη τέχνη.
Η εξίσωση του Ορατίου ερμηνεύεται κάθε φορά σύμφωνα με τις κυρίαρχες αισθητικές κατηγορίες κάθε εποχής. Σπάνια, όμως, αμφισβητείται το κύρος της. Συχνά, ωστόσο, οι εκπρόσωποι των δυο τεχνών θα πηδήξουν αμέριμνα τα σύνορα που τις χωρίζουν και θα οδηγηθούν σε υπερβάσεις και καταχρήσεις που νοθεύουν την αυτοτέλειά τους. Το φαινόμενο παίρνει χαρακτήρα επιδημίας στον 17ο και συνεχίζεται στον 18ο αιώνα. Έτσι, η ζωγραφική παρασύρθηκε συχνά στη φιλολογία ή την αλληγορία και η ποίηση ολίσθησε στην περιγραφή ή σε πινακοθήκες «εκφράσεων», κατά το πρότυπο του Λουκιανού και του Φιλοστράτου.
Οι υπερβάσεις αυτές θα παρακινήσουν τον Γερμανό θεωρητικό του κλασικισμού G.E. Lessing να συγγράψει τον Λαοκόοντα (Βερολίνο 1766), ένα κείμενο που γνώρισε μεγάλη ακτινοβολία. […]
Η θεωρία του Lessing έχει ως αφετηρία την αριστοτελική και αλμπέρτεια αρχή ότι η υψηλότερη μορφή ζωγραφικής είναι η «ιστορία» ή ο μύθος. Γι’ αυτό ο Λαοκόων θεωρείται ένα από τα τελευταία ορόσημα της ουμανιστικής θεωρίας της τέχνης. Τα σύνορα που χάραξε ο Lessing ανάμεσα στις τέχνες απέδειξαν τη χρησιμότητά τους ανακαλώντας στην τάξη τους παραβάτες. Αλλά είχαν την ακαμψία των περιγραμμάτων ενός κλασικιστικού σχεδίου. Ένα αντίρροπο ρεύμα είχε αρχίσει να τα υπονομεύει ύπουλα και ευεργετικά: τα πρώτα σήματα, τα πρώτα ρίγη του Ρομαντισμού, που προαγγέλλουν την κρίση της φωτισμένης συνείδησης.
[…] Ο πυρετός του Ρομαντισμού φλογίζει τα πνεύματα. Ποίηση και ζωγραφική δίνουν το καινούργιο τους ραντεβού σε άλλους χώρους. Στην απέραντη φύση, άλλοτε γλυκιά και παρηγορητική, άλλοτε άγρια και απειλητική. Από τον μυστικισμό της φύσης, όπου μας είχαν μυήσει οι μοναχικοί περίπατοι του Jean-Jacques Rousseau, θα αναδυθεί μια νέα ζωγραφική: η τοπιογραφία του Ρομαντισμού με μια φύση άλλοτε γαλήνια και «γραφική», άλλοτε άγρια, δυναμική, «οραματική», πάντα όμως ποιητική.
Η προσωρινή αλχημική κράση ανάμεσα στην ποίηση και τη ζωγραφική, που συντελέστηκε μέσα στο κλίμα του Ρομαντισμού, θα αμφισβητηθεί και θα αναιρεθεί από τον θετικισμό. Το νέο σύνθημα της μάχης «η τέχνη για την τέχνη» (l’art pour l’art) εμφανίζεται στα κριτικά και θεωρητικά κείμενα γύρω στο 1835. Οι τέχνες διεκδικούν το προνόμιο της αυτονομίας και ο καλλιτέχνης το δικαίωμα της ελευθερίας. Ο Ρεαλισμός καταργεί τα ιστορικά θέματα, κλείνοντας έτσι την παράδοση του ουμανισμού. Ο Ιμπρεσιονισμός και οι επίγονοί του μεταβάλλουν το θέμα σε μοτίβο. Η αφηρημένη τέχνη κόβει τους τελευταίους δεσμούς της ζωγραφικής όρασης με το συγκεκριμένο θέμα. Η ζωγραφική γίνεται γλώσσα απόλυτη, ταυτολογική, αυτοσημαινόμενη.
Ένας από τους μεγαλύτερους απολογητές της αφηρημένης τέχνης, ο Αμερικανός κριτικός Clement Greenberg, σε μια από τις γνωστές μελέτες του με τον χαρακτηριστικό τίτλο Προς έναν νεότερο Λαοκόοντα (1940), ξαναθέτει το πρόβλημα των ορίων και του οικείου χώρου κάθε τέχνης. Ο Greenberg υπερασπίζεται την απόλυτη γλώσσα της αφηρημένης τέχνης, που κατήργησε κάθε δάνειο στοιχείο από άλλες εκφράσεις, για να αρκεστεί στα δικά της μέσα: στην επιφάνεια, στην υλική και οπτική παρουσία του χρώματος, της γραμμής, της φόρμας, της σύνθεσης. Ο Greenberg δέχεται σήμερα την κριτική και κάποτε τα πυρά των θεωρητικών, που αμφισβητούν, μαζί με την πρωτοπορία, και τους απολογητές της. Η αφηρημένη τέχνη και η μανία της να αποκοπεί από κάθε αναφορική σχέση με μια συγκεκριμένη πραγματικότητα καταγγέλλεται ως μια κενή περιεχομένου «πρακτική άρνησης». Φυσικά και στις δυο πλευρές υπάρχει φανατισμός. Η αφηρημένη τέχνη όχι μόνο εξέφρασε μια ιστορική αναγκαιότητα, αλλά προίκισε και την ιστορία της τέχνης με αριστουργήματα.
Άλλωστε, την ίδια στιγμή που η αφηρημένη ζωγραφική και οι θεωρητικοί της διακήρυσσαν την ανεξαρτησία των τεχνών, άλλοι πνευματικοί άνθρωποι, από άλλους χώρους, προετοίμαζαν μια νέα σύνθεση. Η σύγχρονη επιστήμη ξανανταμώνει την ποίηση, την τέχνη, την φιλοσοφία. Ο Einstein, ο κορυφαίος εκπρόσωπος αυτού του ρεύματος, έγραφε το 1933: «Ο άνθρωπος προσπάθησε πάντα να σχηματίσει μια απλή και συνοπτική εικόνα του κόσμου που τον περιβάλλει. Για να το πετύχει, μορφοποιεί μια εικόνα που δίνει απτή έκφραση σ’ αυτό που συλλαμβάνει ο νους για τη φύση. Το ίδιο πράγμα κάνει και ο ζωγράφος και ο φιλόσοφος και ο φυσικός, ο καθένας με τον τρόπο του».
Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, «Ut pictura poesis. Το κοινωνικό πλαίσιο της τέχνης και η θεωρία της τέχνης», The Athens Dialogues, Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών Ιδρύματος Ωνάση, 2013. Διατίθεται εδώ .