Η φεμινιστική κριτική είναι σίγουρα από τους κλάδους με το ογκωδέστερο έργο προς την κατεύθυνση που συζητούμε. Έχει παρατηρηθεί ότι οι γυναικείοι χαρακτήρες σε έργα ανδρών συγγραφέων του δυτικού κανόνα συχνά αποδίδονται στερεοτυπικά, ως Άλλοι, με βασικό ρόλο την ενίσχυση ή την παρεμπόδιση των ανδρικών στόχων, προς δύο κατευθύνσεις: είτε απεικονίζονται ως εκδοχές της Παναγίας, εξιδανικευμένες και ουράνιες, συνδεόμενες με την καλοσύνη, την αγαθότητα, το πνεύμα κ.ο.κ., είτε ως εκδοχές της Εύας, γήινες και υλικές, αντιπροσωπεύοντας τον πειρασμό και τον κίνδυνο να κάνουν τον άνδρα να παρεκκλίνει από τα ανώτερα ιδανικά και τους στόχους του (Donovan 1983). Η Εμινέ στον Καπετάν Μιχάλη (Μαυρίδης 1953) του Νίκου Καζαντζάκη, λ.χ., το αντικείμενο έρωτα του πρωταγωνιστή, είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση Εύας: πρωτοαναφέρεται σε σύγκριση με ένα ζώο, το άλογο του άντρα της του Νουρήμπεη, και τονίζεται με κάθε τρόπο η σεξουαλικότητά της που καθορίζει αποκλειστικά τη δράση της — έτσι, ακόμα και αν η ίδια παρουσιάζεται ως δυναμική, η συμπεριφορά της στην πραγματικότητα ετεροπροσδιορίζεται από τη «φύση» της («το χειμώνα μπορεί η γυναίκα νά ’ναι τίμια — μα το καλοκαίρι…», λέει). Τη βλέπουμε ακόμη και να γλείφει τα χείλη της «σαν το φίδι» τη στιγμή που πρόκειται να απατήσει τον άντρα της με κάποιον με τον οποίο δεν είναι καν ερωτευμένη («τον Νουρή τον σιχάθηκα, τον καπετάν Μιχάλη πού να τον βρω; — καλός είναι και τούτος!», σκέφτεται για τον καπετάν Πολυξίγκη)· και βέβαια καταλήγει δολοφονημένη από το χέρι του Καπετάν-Μιχάλη που για τον έρωτά της αμέλησε το καθήκον του στην πατρίδα και βρίσκει έτσι τον τρόπο να απελευθερωθεί από τη μαγγανεία της (βλ. και Αγάθος 2005).
Οπωσδήποτε είναι αξιοσημείωτο και το σχετικά πιο πρόσφατο ενδιαφέρον για απεικονίσεις της σεξουαλικής ταυτότητας στη λογοτεχνία, κυρίως σε ό,τι αφορά την ομοφυλοφιλία. Πρόσφατα συζητήθηκαν οι τρόποι με τους οποίους ο Καβάφης διαλέγεται με τους διαθέσιμους περί ομοφυλοφιλίας λόγους της εποχής του, τις επικρατούσες αντιλήψεις και αποδόσεις της ταυτότητας του ομοφυλόφιλου άνδρα (Παπανικολάου 2014). Μπορεί πράγματι να δει κανείς σε αρκετά ποιήματα το πώς ενσωματώνονται οι στερεοτυπικές απεικονίσεις των ομοφυλοφίλων για να αξιολογηθούν όμως εντέλει θετικά. Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το «Ένας Θεός των» (χρον. γραφής 1917), στο οποίο ο ήρωας φαίνεται να έχει χαρακτηριστικά που για την εποχή παραπέμπουν στον ομοφυλόφιλο —και κατά συνέπεια έκφυλο— νεαρό: «υψηλός και τέλεια ωραίος έφηβος» «με τ’ αρωματισμένα μαύρα του μαλλιά» που κατευθύνεται μέσα από τις στοές προς την κακόφημη συνοικία, «που τη νύχτα / μονάχα ζει, με όργια και κραιπάλη, / και κάθε είδους μέθη και λαγνεία». Στο ποίημα, όμως, ο νεαρός αυτός αφήνεται να εννοηθεί πως είναι θεός του Ολύμπου, που ανυψώνει με τη θεϊκή του ιδιότητα την «ύποπτη απόλαυση» για χάρη της οποίας άφησε τα «Πάνσεπτα δώματα» — και το θαυμάσιο αυτό μπορούν να το αντιληφθούν μόνο «μερικοί» που «με περισσοτέρα προσοχή παρατηρούσαν». Μπορεί έτσι να δει κανείς εδώ μια αντιστροφή των καθιερωμένων αξιών αναφορικά με τη σεξουαλικότητα, με όχημα έναν αδρότατα σκιτσαρισμένο χαρακτήρα.
Αυτού του είδους οι αναγνώσεις, πίσω από τις οποίες εύκολα διακρίνει κανείς έναν κώδικα αξιών που έχει στη βάση του τα ιδεώδη του σεβασμού της ατομικότητας και του αυτοπροσδιορισμού, της ισότητας και της ελευθερίας, φέρνουν στο προσκήνιο την κοινωνική σημασία και λειτουργία των λογοτεχνικών έργων. Το γεγονός ότι οι αναγνώσεις αυτές κατά κανόνα επικεντρώνονται στον τρόπο με τον οποίο αποδίδονται οι λογοτεχνικοί χαρακτήρες, τεκμηριώνει ακριβώς τον κομβικό τους ρόλο όσον αφορά τη μεταφορά και διαχείριση των κυρίαρχων αντιλήψεων μιας περιόδου.