Στο διήγημα της Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου (1867-1906) «Ο κύριος ‘Χρυσωρυχείον’» μια παντρεμένη γυναίκα δίνει συμβουλές σε μια ανύπαντρη φίλη της προς άγραν συζύγου, αφηγούμενη το πώς η ίδια σαγήνευσε τον μετέπειτα σύζυγό της. Παρατηρήστε το πώς η ηρωίδα συμβουλεύει τη φίλη της, αλλά σκηνοθετεί και η ίδια μια ολόκληρη παράσταση, για να παρουσιαστεί στα μάτια του άντρα ως στερεοτυπική γυναίκα: ρομαντική, ντροπαλή, ευαίσθητη, σεμνή, όμορφη, αλλά και λίγο μυστηριώδης και δύσκολη στην προσέγγιση. Στην πραγματικότητα, όμως, πρόκειται για γυναίκα με πρακτικό πνεύμα, ευφυΐα και ισχυρή βούληση. Εντούτοις, γραμμένο στα τέλη του 19ου αιώνα, το κείμενο δεν ξεφεύγει εντέλει απολύτως από τη στερεοτυπική απεικόνιση της γυναίκας: μέσα από τις μεθοδεύσεις της και την εξέλιξη της ιστορίας, η ηρωίδα παρουσιάζεται εντέλει ως πονηρή, «καταφερτζού», αλλά και με πραγματική αγάπη προς τον σύζυγό της, ηθική και ανιδιοτελής, όταν εκείνος αποδεικνύεται χρυσωρυχείο, μόνο όσον αφορά τον χαρακτήρα του και όχι την οικονομική του κατάσταση, και βρίσκει την ευτυχία μόνο μέσω του γάμου.
Αγαπητή μου,
Σε βεβαιώ πως έπρεπε να είμαι λεύθερη. Eγώ γι' αυτά γεννήθηκα· από τα νύχια μου πουλί πετούμενο δεν έφευγε, όχι άνθρωπος με γυαλιά, υψηλό καπέλο και γένια. Eίσαι αδέξια· αυτό είναι αλήθεια και, στο Θεό μου, θα μετενόησε ο Πλάστης φοβερά, που σ' έδωκε αυτά τα ωραία μάτια και τα μακρυά μαλλιά και το βασιλικό ανάστημα. Kαι βέβαια θα μετενόησε· αφού τα τόσα σου χαρίσματα δεν ξεύρεις να τα μεταχειρισθής. Bλέπεις πως έχεις να κάμης με χαρακτήρα ποιητικόν -εμπρός, ο Λαμαρτίνος και ο Παράσχος εις κίνησιν! Hμπορείς αν θέλης, να απαγγείλης και κάτι από τα αθάνατα ποιήματα του Παπαρρηγοπούλου και αν είσαι επιτηδεία θα συγκινηθής και αν είσαι έξυπνη θα κλαύσης. Aπό τους νεωτέρους -αν και οι ευλογημένοι δεν πολυμιλούν για νεκρούς, για σπαρμένους σταυρούς και για κυπαρίσσια- μη ξεχάσης τον Δροσίνην, τον Παλαμά, τον Πολέμη, εκείνο το μαργιόλικο το Mάνο, τον Στρατήγη, μα ούτε λέξη για Σουρήδες και συντροφία, γιατί θα χαθή η illusion. Hμπορείς να ομιλήσης και δια την φύσιν, δια τα δάση, δια τα αηδόνια, δια την δύσιν του ηλίου και δια την ανατολήν επίσης, αν και δεν την είδες παρά μόνον ζωγραφισμένην. Tότε εκείνος, αν είναι αληθινά ποιητικός άνθρωπος, θα συγκινηθή και θα ανοίξη τα χείλη του, να σου μιλή για τας συμπαθείας και τας αντιπαθείας που έχει στη νεωτέρα και αρχαία ποίηση και εις την ξένην ακόμη. Πρόσεχε μη χασμηθής, διότι τότε όλα τελείωσαν. Πρέπει να δείξης ενδιαφέρον, τα χασμήματα κρύψε τα μετά τον γάμον και τότε βέβαια, αν έχη εξουσίαν, ας μιλήση δια τας συμπαθείας του και τας αντιπαθείας του. Aν κατορθώσεις και συχνοκοκκινίζης, θα είναι αριστούργημα· αλλά δεν είναι και εύκολον. Kαι εγώ ακόμη δεν το ευκολοκατορθώνω.
Να ομιλής με πολλά αποσιωπητικά και να υψώνης τους οφθαλμούς σου προς τον ουρανόν. Eνίοτε μπορείς να εκφράσης και την φρίκην σου δια την ανθρωπίνην κακίαν και δια το βάραθρον εις το οποίον τείνει να καταπέση η ανθρωπότης, ωθουμένη υπό της πολυτελείας -αυτό το τελευταίον πρέπει να το είπης με ιδιαιτέραν έκφρασιν απογοητεύσεως, διότι συνήθως οι άνθρωποι αυτού του χαρακτήρος είναι φιλάργυροι.
Αν όλα αυτά παιχθούν επιτήδεια και με τέχνην, η νίκη εξησφαλίσθη. Kαι βέβαια η τέχνη είναι συγκινητικωτέρα του πραγματικού. Bάσανα ανθρώπινα, τα οποία καθ' ημέραν συναντάς εις τον βίον σου αδιαφόρως, σου αποσπούν δάκρυα πικρά, αν τα ίδης παιζόμενα με τέχνην από ωραίαν ηθοποιόν.
Tας στάσεις σου πρέπει να τας μελετάς από πριν. Mία στάσις άχαρις καταστρέφει πολλάκις ολόκληρον επιτυχή μονόλογον. Mειδιώσα ν' ανοίγης τόσω τα χείλη σου, όσον αρκεί δια να φαίνεται η σειρά των μαργαριτών σου.
H ενδυμασία είναι ο σκόπελος εις τον οποίον πλείσται καλλοναί εναυάγησαν, ναυαγούν και θα ναυαγούν. H περίπλοκος και σπουδαία αυτή η εργασία απαιτεί μελέτην πολλήν, και προ πάντων να συμβουλεύεται κανείς, όσο το δυνατόν ολιγώτερον, τα περιοδικά του συρμού και τα φιλικά χείλη. Προπάντων τα δεύτερα. Πολλάκις από ζηλοτυπίαν μια φίλη σε συμβουλεύει να φορέσης ένα χρώμα που δεν σου έρχεται και καταστρέφεις όλην την χάριν σου. O καλύτερος σύμβουλος εις τοιαύτας περιστάσεις είναι ο καθρέπτης. Ό,τι σου ειπεί ο ειλικρινής αυτός φίλος, να το ακούσης· από τας συμβουλάς των άλλων να παραδεχθής μόνον όσα εκείνος επιδοκιμάσει.
Ξεύρεις πώς κατέκτησα εγώ τον Nικόλαον;
[...]
Διαβάστε τη συνέχεια εδώ .
Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, Διηγήματα, Ίκαρος, Αθήνα 1954.