Μέσα από την αλληλεπίδραση συγγραφέα, λογοτεχνικού περιβάλλοντος, ιδεολογικού περιβάλλοντος και ιστορικών κοινωνικο-οικονομικών συνθηκών, διαμορφώνεται τόσο η θεματική επιλογή των χαρακτήρων όσο και ο τρόπος αντιμετώπισης και παρουσίασής τους. Ένα παράδειγμα μπορεί εδώ να βοηθήσει. Ο γνωστός λογοτεχνικός χαρακτήρας της Φραγκογιαννούς από τη Φόνισσα (1903) του Παπαδιαμάντη (κριτική έκδοση βλ. εδώ ), που σκοτώνει πρώτα την εγγονή της και μετά μια σειρά άλλα μικρά κορίτσια για να απαλλάξει τις οικογένειές τους από το βάρος τους, αλλά και τις ίδιες από μια ζωή τυραννίας, είναι αρκετά χαρακτηριστικός. Το πρόσωπο αυτό προβάλλεται ως θεματική επιλογή μέσα από τη σημασία που έχει για την κοινωνία και την οικονομία της εποχής η υποδεέστερη θέση των γυναικών, και το πρόβλημα που θέτει για τις αγροτικές (και όχι μόνο) οικογένειες η προικοδοσία των θυγατέρων τους (βλ. και Γκασούκα 1998), εμπεδώνεται μέσα από τα κυρίαρχα ενδιαφέροντα του νατουραλισμού για χαρακτήρες περιθωριακούς και αποκλίνοντες (αλλά και για τις πιο κτηνώδεις πλευρές του ανθρώπου γενικότερα), ενώ προέρχεται εντέλει από το οικείο στον συγγραφέα αγροτικό περιβάλλον.
Όσον αφορά την οπτική γωνία κάτω από την οποία παρουσιάζεται αυτός ο χαρακτήρας, μπορεί κανείς να δει και εδώ την επιρροή του νατουραλισμού σε ό,τι αφορά τη σημασία της κληρονομικότητας και του περιβάλλοντος για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας (η μητέρα της ήταν «μάγισσα», κατά τους συγχωριανούς της, και ο γιος της παράνομος, ενώ η ίδια έζησε σε αντίξοες συνθήκες αλλά και σε μια κοινωνία με εμπεδωμένες απόψεις για τη γυναικεία κατωτερότητα). Πρόκειται βέβαια για αντιλήψεις περί διαμόρφωσης του ανθρώπου, που με τη σειρά τους απηχούν επιστημονικές απόψεις της εποχής. Αξιοσημείωτος είναι, επίσης, ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται στη δράση του ο χαρακτήρας από αφηγηματολογική άποψη, καθώς χρησιμοποιείται μια τεχνική οικεία στον ρεαλισμό και στον νατουραλισμό: υπάρχει ένας αφηγητής που μιλά σε τρίτο πρόσωπο, αλλά εισχωρεί βαθιά στη συνείδηση, τη σκέψη και τα συναισθήματα της ηρωίδας, τα οποία καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο αναγνώστης γνωρίζει την ηρωίδα σε αρκετό βάθος ώστε να κατανοεί τα κίνητρά της και να συμπάσχει μαζί της, αλλά διατηρεί και το ηθικό του πλεονέκτημα χάρη στην αποστασιοποίηση της τριτοπρόσωπης αφήγησης. Βρισκόμαστε βεβαίως σε μια περίοδο, γραμματολογικά και ιδεολογικά, κατά την οποία το άτομο θεωρείται ενιαίο, αδιάσπαστο και υπεύθυνος φορέας δράσης. Τέλος, η κατάληξη της πλοκής είναι κρίσιμη όσον αφορά την παρουσίαση του χαρακτήρα: η Φραγκογιαννού, αφού ατενίσει για τελευταία φορά το «προικιό της», ένα χωράφι μικρής αξίας πλάι στον γκρεμό, μετωνυμία και μεταφορά της ζωής της, διαφεύγει από τους διώκτες της και πνίγεται, καθώς προχωράει προς τον Άη Σώστη, «μεταξύ της Θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης».
Με αυτούς τους τρόπους η φόνισσα των μικρών παιδιών δεν μπορεί βέβαια να δικαιωθεί ξεκάθαρα, ενάντια στο αίσθημα δικαίου, το ζήτημα της κρίσης της, όμως, αφήνεται ανοιχτό προς τον συμπάσχοντα αναγνώστη ως μια πρόκληση προς την κυρίαρχη ιδεολογία αναφορικά με τα φύλα και τη διαφορετική κοινωνική και οικονομική τους χρησιμότητα. Λαμβάνοντας υπόψη τις τρέχουσες αντιλήψεις για τη διαμόρφωση του ατόμου, που λειτουργούν ως ένα είδος λογικής (και πάντως αποδεκτής και αναγνωρίσιμης για την εποχή) εξήγησης, αν και όχι δικαιολόγησης, της συμπεριφοράς της γυναίκας, και χρησιμοποιώντας οικείες στον αναγνώστη συμβάσεις αφήγησης που προσεταιρίζονται τη συμπάθειά του χωρίς να τον θίγουν, ο Παπαδιαμάντης προσφέρει μια ηρωίδα που ενσαρκώνει με την ακρότητά της ένα επιχείρημα απαγωγής εις άτοπον για την κοινωνική θέση των γυναικών στην εποχή εκείνη: καλύτερα να μη γεννιούνται καθόλου κορίτσια, και αν γεννιούνται, καλύτερα να πεθαίνουν το συντομότερο.