Χάρη στις επεξεργασίες της νεότερης λογοτεχνικής θεωρίας, έχει πια εμπεδωθεί ότι τα λογοτεχνικά έργα στο σύνολό τους είναι ακριβώς αυτό: κόμβοι σε ένα δίκτυο, στο οποίο κοινωνία, συγγραφέας και αναγνώστης αλληλεπιδρούν δυναμικά. Δεν γράφονται ούτε σε ιστορικό κενό, χάρη στη φωτισμένη έμπνευση του εξαιρετικού ατόμου που είναι ο συγγραφέας τους, ούτε και είναι αποκλειστικά πνευματικά του τέκνα, επάνω στην παραγωγή και ορθή ερμηνεία των οποίων έχει ο ίδιος τον πλήρη και αποκλειστικό έλεγχο. Τα λογοτεχνικά κείμενα γεννιούνται στις διασταυρώσεις των ιστορικο-κοινωνικών συνθηκών και των τρόπων με τους οποίους οι άνθρωποι της εποχής τις αντιλαμβάνονται και τις περιγράφουν, καθώς και των τρόπων με τους οποίους ο συγγραφέας τους, περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά, τοποθετείται απέναντί τους. Από την άλλη πλευρά, φυσικά τα λογοτεχνικά έργα δεν μπορούν να υπάρξουν ως τέτοια παρά μόνο πραγματωμένα στη συνείδηση του εκάστοτε αναγνώστη τους, καθώς εκείνος συνδέει τα διάφορα μέρη τους και τους αποδίδει νόημα με βάση τις δικές του ιστορικο-κοινωνικές συνθήκες και προσλαμβάνουσες.
Ωστόσο, αν οι παραδοχές αυτές μοιάζουν πλέον φυσικές, δεν είναι εύκολο να προσδιορίσει κανείς και τον ακριβή τρόπο με τον οποίο ένα λογοτεχνικό έργο τοποθετείται στην εποχή του και αλληλεπιδρά με αυτήν. Διαφορετικά μοντέλα έχουν προταθεί κατά καιρούς, με διαφορετικά σημεία έμφασης και βαθμούς πληρότητας και λεπτομέρειας. Εντελώς ενδεικτικά μπορεί να αναφέρει κανείς εδώ μια γκάμα τέτοιων προσεγγίσεων που εκτείνεται από τον λεγόμενο χυδαίο μαρξισμό του Christopher Caudwell (1937), που συσχετίζει άμεσα και αναπόδραστα τον συγγραφέα με την κοινωνική του τάξη, μέχρι την κοινωνιολογική ποιητική των Medvedev-Bakhtin (1978) και τις, αλτουσεριανής έμπνευσης, επεξεργασίες του Terry Eagleton (1976) για το πώς η σχέση του λογοτεχνικού έργου προς την ιδεολογία μπορεί να θεωρηθεί ως ανάλογη μιας θεατρικής παραγωγής προς το θεατρικό κείμενο (ένα είδος ερμηνείας της δηλαδή). Αξιοσημείωτες είναι εδώ, επίσης, και οι απόψεις του Hans Robert Jauß (1995) και της θεωρίας της πρόσληψης για το πώς ένα έργο γίνεται δεκτό σε μια περίοδο καθώς διαλέγεται με τον ορίζοντα προσδοκιών της, με έμφαση κυρίως σε ό,τι αφορά το λογοτεχνικό περιβάλλον.
Σημαντικές παράμετροι, ωστόσο, είναι, από στενότερη προς ευρύτερη, το άτομο συγγραφέας (με την προσωπική του ιστορία και ιδιοσυγκρασία) και το λογοτεχνικό περιβάλλον (κυρίαρχες λογοτεχνικές τάσεις της εποχής, υπάρχουσες λογοτεχνικές συμβάσεις — ειδολογικές και άλλες), το οποίο με τη σειρά του επηρεάζεται από το ιδεολογικό περιβάλλον (κυρίαρχες αντιλήψεις αλλά και αντιστάσεις), που εξαρτάται, τέλος, από το κοινωνικό-οικονομικό περιβάλλον (βλ. και Medvedev-Bakhtin 1978).
Με άλλα λόγια, αν λάβουμε ως δεδομένη μια ιστορικά συγκεκριμένη κοινωνικο-οικονομική συνθήκη, ουσιαστικά το λογοτεχνικό κείμενο διαλέγεται με τους υπάρχοντες τρόπους αντίληψης και σημασιοδότησης αυτής της συνθήκης (ο Louis Althusser παρατηρεί ότι η ιδεολογία, που είναι «το σύστημα των ιδεών, των παραστάσεων που δεσπόζει στο πνεύμα ενός ανθρώπου ή μιας κοινωνικής ομάδας», «αναπαριστά τη φανταστική σχέση του ατόμου με τις πραγματικές συνθήκες ύπαρξής του»· 1983, 96 & 99), όπως αυτοί εκφράζονται καταρχάς ποικιλοτρόπως στις επικρατούσες αντιλήψεις, την επιστήμη, τη θρησκεία και, σε ένα δεύτερο επίπεδο, στις κυρίαρχες λογοτεχνικές συμβάσεις. Αν και δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι ο συγγραφέας έχει πλήρη έλεγχο του υλικού του (για πολλούς λόγους, αλλά και για το ότι ο ίδιος αποτελεί μέρος αυτής της συνθήκης), η προσωπικότητα και η ιστορία του παίζει επίσης ρόλο στο πώς αυτές οι προσλαμβάνουσες διηθούνται και αποτυπώνονται στο έργο.