Από καταβολής λογοτεχνίας οι χαρακτήρες αποτελούν έναν από τους βασικότερους πυλώνες του νοήματος και της αναγνωστικής απόλαυσης. Αυτό δεν είναι παράδοξο, μια που ο κυριότερος λόγος που προστρέχει κανείς στη λογοτεχνία (κυριότερος και από την καθαυτό αισθητική ευχαρίστηση) είναι, ως συγγραφέας, για να εκφράσει —ή ακόμα και για να καταλάβει ο ίδιος καλύτερα, ή να διδάξει— τον τρόπο με τον οποίο βιώνει και αντιλαμβάνεται τη ζωή, και, ως αναγνώστης, για να αποκτήσει μια πληρέστερη αντίληψη ακριβώς για τη ζωή ως βίωμα (βλ. και την άποψη του Burke για τη λογοτεχνία ως εξοπλισμό ζωής). Η αμεσότερη οδός προς τους στόχους αυτούς είναι η απόδοση, από τον πρώτο, και η παρακολούθηση, από τον δεύτερο, των περιπετειών, των σκέψεων και των αισθημάτων άλλων ανθρώπων (ένα λογοτεχνικό πρόσωπο, ακόμα και το εγώ ενός λυρικού ποιήματος, είναι βέβαια πάντοτε ένας άλλος άνθρωπος, διακριτός από το ιστορικό πρόσωπο του συγγραφέα). Η μακρά βασιλεία της αναπαραστατικής λογοτεχνίας που παρουσιάζει αναγνωρίσιμες ανθρώπινες μορφές και που δεν αμφισβητήθηκε στην ουσία της παρά με τα νεωτερικά και πειραματικά κείμενα του 20ού αιώνα, είναι αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος, και με τη σειρά της φυσικά ενίσχυσε και παγίωσε τις σχετικές προσδοκίες των αναγνωστών.
Εξαιτίας ακριβώς της ανθρωποκεντρικής αντίληψης του κόσμου —με την έννοια ότι σε πολύ μεγάλο βαθμό αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο όσο και όπως αφορά κατά βάση την ανθρώπινη ζωή και εμπειρία—, αλλά και των νόμων της οικονομίας που διέπουν την ανθρώπινη μνήμη και κατανόηση, έχουμε την τάση να συσπειρώνουμε τα κάθε είδους νοήματα γύρω από τις ανθρώπινες ζωές (Vermeule 2010). Μπορεί να μη θυμόμαστε την πλοκή ενός έργου στη λεπτομέρειά του, να μην έχουμε καν προσέξει το λεπτουργημένο υφαντό της αφηγηματικής δομής, των εκφραστικών τρόπων και του ρυθμού του, όμως συγκρατούμε την —ανεπίγνωστη σε πολλούς από μας— αλληλεπίδραση αυτών των στοιχείων στο τελικό άθροισμα των χαρακτήρων. Από τον Οιδίποδα και την Αντιγόνη μέχρι τον Άμλετ, τον Δον Κιχώτη, την Άννα Καρένινα, τον Ρασκόλνικοφ και τη Φραγκογιαννού, οι χαρακτήρες λειτουργούν ως συντομεύσεις, σχεδόν συνθηματικά, για το μέτρο του ανθρώπινου ελέγχου επάνω στα πράγματα και την ειρωνεία της ζωής, την ακλόνητη πίστη σε ορισμένες αξίες, την τραγικότητα της ύπαρξης και ούτω καθεξής, με τα νοήματα να πολλαπλασιάζονται και να αναδύονται σε όλη τους τη συνθετότητα και την επιβλητικότητα κάθε φορά που επιστρέφουμε με τη σκέψη λίγο περισσότερο επάνω στα πρόσωπα.
Με αυτό το σκεπτικό είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς την κεφαλαιώδη σημασία που έχουν οι λογοτεχνικοί χαρακτήρες όσον αφορά τη μεταφορά των αντιλήψεων του συγγραφέα τους, όπως και της κοινωνίας μέσα στην οποία εκείνος ζει και γράφει, αλλά και όσον αφορά τη δραστικότητα των όσων οι χαρακτήρες αυτοί μεταφέρουν επάνω στους αναγνώστες. Προβολές του συγγραφικού εγώ, ενσαρκώσεις ιδεών, αντιπροσωπευτικοί κοινωνικοί τύποι ή εκκεντρικές φιγούρες, εξιδανικευμένοι ή διεκτραγωδούμενοι, τραγικοί ή κωμικοί, σφαιρικά δοσμένοι ή αδρά σκιτσαρισμένοι, «αντικειμενικά» παρουσιασμένοι ή υποκειμενικά και αποσπασματικά δοσμένοι, πρωταγωνιστές ή κομπάρσοι, οι λογοτεχνικοί χαρακτήρες παραμένουν, ακόμα και σήμερα, το ισχυρότερο σημείο επαφής ανάμεσα στο λογοτεχνικό έργο, τις συγγραφικές αντιλήψεις, την αναγνωστική συνείδηση και το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτά διαμορφώνονται.