Ο φίλος μου ο ποιητής – Άγιον Όρος

Καζαντζάκης Νίκος

Αν και το αιρετικό του πνεύμα διοχετεύθηκε πιο αναλυτικά και συστηματικά στην Ασκητική, το έργο που προκάλεσε τον παρ’ ολίγο αφορισμό του από την Ιερά Σύνοδο της Ελλάδας, η Αναφορά στον Γκρέκο, η (σε μεγάλο βαθμό μυθιστορηματική) αυτοβιογραφία του Καζαντζάκη περιέχει τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας προσέγγισε τον χριστιανισμό. Στο απόσπασμα που ακολουθεί από το κεφάλαιο της γνωριμίας του με τον Άγγελο Σικελιανό και το οδοιπορικό τους στα μοναστήρια του Άθω, μπορεί να παρατηρήσει κανείς την αναζήτηση ενός Θεού έξω από το δογματικό πλαίσιο της Εκκλησίας.

[…]

Τρεις μεγάλες μορφές μοχτούσαν μέσα μου να πάρουν πρόσωπο, ο Οδυσσέας, ο Νικηφόρος Φωκάς, ο Χριστός· να ξεκορμίσουν από το σπλάχνο μου, να λευτερωθούν, να λευτερωθώ κι εγώ. Σε όλη μου τη ζωή ήμουν κυριεμένος από τις μεγάλες ηρωικές ψυχές. Ίσως γιατί με τόσο πάθος όταν ήμουν παιδί διάβαζα τα συναξάρια των αγίων και λαχτάριζα να γίνω κι εγώ άγιος· κι αργότερα, με τί πάθος πάλι ριχνόμουν και διάβαζα για τους ήρωες-καταχτητές, εξερευνητές, δον Κιχώτες! Κι όταν τύχαινε μια μορφή να συνδυάζει τον ηρωισμό με την αγιοσύνη, τότε πια αυτός γίνουνταν για μένα το πρότυπο του ανθρώπου.

[…]

Μα μια μέρα έλαμψε φως. Τη μέρα εκείνη στην Κηφισιά συναντήθηκα μ’ ένα νέο της ηλικίας μου, που χωρίς διακοπή αγάπησα και τίμησα κι ήταν από τους λίγους που η παρουσία του μου ήταν πιο ευχάριστη από την απουσία του. […]

Γενήκαμε ευτύς, απότομα, φίλοι· τόσο πολύ διαφέραμε οι δυο μας που μαντέψαμε μονομιάς πως ο ένας είχε ανάγκη από τον άλλο και πως οι δυο μαζί θ’ αποτελούσαμε τον άρτιο άνθρωπο. […]

Αργότερα, όταν τον γνώρισα πιο πολύ, του ’πα μια μέρα:

— Η μεγάλη διαφορά μας, Άγγελε, είναι ετούτη: Εσύ πιστεύεις πως βρήκες τη λύτρωση και λυτρώθηκες· εγώ πιστεύω πως λύτρωση δεν υπάρχει, και πιστεύοντάς το, λυτρώθηκα.

[…]

— Το Άγιον όρος! Φώναξα.

Το πρόσωπο του φίλου μου έλαμψε.

— Αυτό ήθελα! Φώναξε. Χρόνια και χρόνια αυτό ήθελα· πάμε!

[…]

Έβρεχε. Η κορυφή του Άθω, τυλιμένη σε πυκνή αντάρα, είχε αφανιστεί. Η θάλασσα ήταν ήσυχη, πηχτή, λασπωμένη· ένα Μοναστήρι, ανάμεσα στις μαυρισμένες από τη βροχή καστανιές, γυάλιζε κάτασπρο. Έβρεχε σιγά, ποτιστικά, κι ο ουρανός είχε κατέβει ως τις κορυφές των δέντρων· πεντ’ έξι καλόγεροι, όρθιοι στην αποβάθρα, βρέχουνταν σαν κυπαρίσσια.

[…]

Τους άκουγα και καμάρωνα την ψυχή του ανθρώπου, που μπορούσε παντοδύναμα να μεταπλάθει και να υποτάζει στ’ όνειρό της τα πάντα. Γύρα από μιαν αμετασάλευτη μορφή, από ένα αθάνατο βορράστρι, το Χριστό, οι πιστοί στροβιλίζουν τον ουρανό και τη γης και τους αναγκάζουν να μπουν στη δούλεψή του. Ο Χριστός είναι η Μεγάλη Απόκριση σε όλες τις απορίες· όλα ξηγούνται, φωτίζουνται, μπαίνουν σε τάξη, κι η ψυχή ησυχάζει. Ρωτάει, αγωνιάει, χάνει το δρόμο του, απελπίζεται μονάχα ο άπιστος.

[…]

 

Μονή Παντοκράτορα. Πριν τα ξημερώματα, στο περιαύλι της Μονής ακούστηκε αχός γλυκύτατος, μελωδία μαυλιστική. Πετάχτηκα στο παράθυρο κι είδα στο μεσόφωτο της αυγής έναν καλόγερο με μακριά μαύρη σκέπη πανωκαλύμμαυκο να κρατάει ένα μακρουλό ξύλινο χεροσήμαντρο και να το χτυπάει ρυθμικά μ’ ένα σφυράκι. Προχωρούσε αργά, πήγαινε από κελί σε κελί γύρα στην αυλή και καλνούσε τους αδελφούς στον όρθρο. Ξύπνησε κι ο φίλος μου, ακούμπησε δίπλα μου στο παράθυρο κι αφουγκραζόμασταν κι οι δυο, ευτυχισμένοι. Σώπασε το σήμαντρο, ντυθήκαμε, κατεβήκαμε στην εκκλησιά. Σκοτάδι· δυο καντήλια μονάχα αναμμένα μπροστά από τα κονίσματα του Χριστού και της Μάνας του, στο τέμπλο· μοσκοβολούσε ο αγέρας κερί και ροδολίβανο.

Ήσυχα, γλυκά, σαν φουρφούρισμα δέντρου, σαν στεναγμός θάλασσας, άρχισαν οι ψαλμοί του όρθρου· ο ηγούμενος, μ’ ένα αναμμένο κερί, ζύγωνε ένα ένα τα στασίδια, να δει αν κατέβηκαν όλοι οι αδελφοί, κι ύστερα βουτούσε την αγιαστούρα στον παγωμένο αγιασμό και ράντιζε δυνατά το μέτωπο του κάθε καλόγερου. Τί θείος ρυθμός, λέγαμε ύστερα περπατώντας απάνω κάτω το περιαύλι, τί εξαίσια σκαλισμένο όστρακο, γενεές και γενεές, μα μέσα, τώρα πια, το στρείδι που το ’πλασε και το στόλισε ψόφησε. «Πρέπει, λέγαμε, και παίρναμε όρκο, πρέπει ν’ αναδιοργανώσουμε το χριστιανικό ασκητισμό, να του φυσήξουμε πάλι δημιουργική πνοή. Πρέπει. Γι’ αυτό ήρθαμε στο Άγιον Όρος».

 

Μονή Καρακάλλου. […]

Τη νύχτα αργεί να μας πάρει ο ύπνος, μιλούμε. Ωρίμασε, λέμε, η στιγμή, ωρίμασε ο κόσμος για μια καινούρια αγάπη του Χριστού. Όταν σήμερα ρωτήσαμε έναν καλόγερο που συναπαντήσαμε απόξω από το νεκροταφείο της Μονής γιατί ζωγραφίζουν πάντα στην είσοδο του κοιμητηρίου το Χριστό σταυρωμένο κι όχι, όπως θα ’πρεπε, το Χριστό που ανασταίνεται, ο καλόγερος θύμωσε: «Ο Χριστός ο σταυρωμένος είναι ο Χριστός μας, αποκρίθηκε· είδες ποτέ στο Βαγγέλιο ο Χριστός να γελάει; Πάντα αναστενάζει, μαστιγώνεται και κλαίει· πάντα σταυρώνεται». Κι εμείς, μην μπορώντας απόψε να κοιμηθούμε, λέγαμε:

— Πρέπει, ήρθε ο καιρός να κάμουμε το Χριστό να γελάσει· να μη μαστιγώνεται πια, να μην κλαίει, να μη σταυρώνεται. Να σμίξει μέσα του και ν’ αφομοιώσει τους δυνατούς χαρούμενους θεούς της Ελλάδας. Ήρθε ο καιρός ο Ιουδαίος Χριστός να γίνει Έλληνας.

Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο. Νέα Αναθεωρημένη Σύγχρονη Έκδοση, επιστ. επιμ. Νίκος Μαθιουδάκης, Εκδόσεις Καζαντζάκη, Αθήνα 2014, σ. 190-208.

Λογοτεχνικά κείμενα
Κριτικά κείμενα