Παρά το γεγονός ότι ιστορικές διεργασίες έχουν επιβάλει την ταύτιση της εθνικής με τη θρησκευτική ταυτότητα στην Ελλάδα, ώστε τις περισσότερες φορές ο ελληνισμός να ταυτίζεται με τον χριστιανισμό, όταν η μελέτη των μορφωμάτων αυτών μετατοπίζεται στον χώρο της λογοτεχνίας (ή της τέχνης γενικότερα) τέτοιου είδους απλουστευτικές εξομοιώσεις εύκολα και εύλογα αναιρούνται. Αν και παγκοσμίως οι δυνάμεις της εκκοσμίκευσης έχουν ενταθεί και η παρουσία της θρησκείας στη δημόσια σφαίρα έχει αποδυναμωθεί σημαντικά, αναφορικά με την Ελλάδα, τουλάχιστον μέχρι το αρκετά πρόσφατο παρελθόν, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να ισχύει απόλυτα. Η Ορθοδοξία ως επίσημη κρατική θρησκεία της χώρας έχει καταφέρει να εγγραφεί ως αναπόσπαστο κομμάτι του δημόσιου λόγου, φτάνοντας ορισμένες φορές να «αναλά[βει] το ρόλο υποκατάστατου της κοινωνικής συνοχής και εκπροσώπου του έθνους» (Δεμερτζής 2002, 149). Δεδομένου ότι η θρησκεία στην Ελλάδα, και συγκεκριμένα ο χριστιανισμός, ουδέποτε πήρε οριστικό διαζύγιο από την κοινωνία, και εξακολουθεί να διαδραματίζει τον ρόλο της κυρίαρχης θρησκευτικής κουλτούρας κάτι τέτοιο δεν μπορεί να θολώνει τα απαραίτητα κριτήρια για τη μελέτη της λογοτεχνίας με θρησκευτικό περιεχόμενο. Λογοτεχνία και θρησκευτικό συναίσθημα δεν συνιστούν μια μετωνυμία του ζεύγους λογοτεχνία και χριστιανισμός, παρά τις κατά καιρούς προσπάθειες ανθρώπων προερχόμενων από εκκλησιαστικούς κύκλους να καθυποτάξουν τη θρησκευτική λογοτεχνία σε ένα πλαίσιο δογματικής απολογητικής υπέρ του χριστιανισμού. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να αντικαταστήσει τον Θεό. Ο λόγος του πρώτου μόνο στη σφαίρα της φαντασίας μπορεί να πλάσει νέες υπαρξιακές δομές. Θα πρέπει να στεκόμαστε περισσότερο καχύποπτοι απέναντι στην προσδοκία του ποιητή, του κριτικού ή του αναγνώστη να καλυφθεί μέσω της ποίησης στην καθημερινότητα το δυσαναπλήρωτο κενό του θρησκευτικού συναισθήματος, το οποίο υπάρχει και λειτουργεί μόνο μέσα στην εμβέλεια δράσης της Εκκλησίας.
Λόγω της εμφατικής θέσης που κατέχει ο χριστιανισμός στην Ελλάδα, είναι επόμενο ότι η μελέτη του θρησκευτικού συναισθήματος αφορά πρωτίστως τις χριστιανικές σημασιολογήσεις του έντεχνου λόγου. Κάτι τέτοιο, βέβαια, δεν συνιστά θέσφατο περιορισμό για τις υπόλοιπες θρησκευτικές εκφάνσεις και, κυρίως, δεν σημαίνει ότι η προσωπική πίστη του δημιουργού αποτελεί αντικείμενο έρευνας. Καλώς ή κακώς ο ζυγός πάνω στον οποίο ισορροπούν οι δύο τομείς της πνευματικής άσκησης του ανθρώπου (λογοτεχνία και θρησκεία) είναι πάντοτε ανισοβαρής αναλόγως από ποια πλευρά και με ποια θεωρητική σκευή προσεγγίζει κανείς το θέμα. Εν προκειμένω, το βάρος πέφτει περισσότερο στην πλευρά της λογοτεχνικής θεωρίας. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να έχει κανείς υπόψη τη σκέψη του ελισαβετιανού ποιητή και κριτικού Philip Sidney, ο οποίος, ήδη από τα τέλη του 16ου αιώνα, είχε υπογραμμίσει εμφατικά τη λειτουργία της θρησκευτικής, μεταξύ άλλων, ποίησης, υποστηρίζοντας πως η ποίηση είναι η «τέχνη της μίμησης». Η ποίηση, και η λογοτεχνία γενικότερα, δεν πασχίζει να μεταγράψει πιστά σε ένα καλλολογικό ιδίωμα την πραγματικότητα, αλλά αναδιαμορφώνει την υπάρχουσα είτε πλάθει εκ νέου μια πραγματικότητα που πλησιάζει στη διάνοια του Θεού για το σχέδιο της συμπαντικής δημιουργίας (Sidney 1966, 12 & 23-26). Η άποψη αυτή έχει παίξει καθοριστικό λόγο στον στοχασμό του David Jasper τον οποίο συστηματικά έχει απασχολήσει το τί είδους σχέση συνέχει τη λογοτεχνία με τη θρησκεία. Με αφορμή την προηγούμενη κομβικής σημασίας παρατήρηση του Sidney, ο ίδιος όχι μόνο προσυπέγραψε την άρνηση υποβίβασης της λογοτεχνίας σε μέσο πιστής, και γι’ αυτό στείρας, αντιγραφής της πραγματικότητας (η λογοτεχνία «μιμείται μια πράξη η οποία δεν είναι τόσο ολοκληρωμένη όσο στη φύση ή στην εμπειρία») αλλά, επιπλέον, ξεκαθάρισε το βασικό εργαλείο μελέτης της θρησκευτικής λογοτεχνίας, ορίζοντας ως βασικό κλειδί στη διαδικασία αυτή όχι την ανεύρεση της πίστης του δημιουργού αλλά τον τρόπο με τον οποίο ο τελευταίος διαχειρίζεται την έννοια του ιερού και ό,τι άλλο άπτεται αυτής στην έκταση της γραφής του (Jasper 1992, 70 & 75). Το μοναδικό κέντρο προβληματισμού ενός μελετητή οφείλει να είναι το ίδιο το λογοτεχνικό κείμενο, το μόνο που διατηρεί αναλλοίωτο και το αληθειακό βάρος των ποικίλων νοηματικών του εξακτινώσεων. Σε αντίθετη περίπτωση, τα ανακλαστικά της κριτικής αποδεικνύονται αμβλυμένα, επιτρέποντας την άνθιση παρανοήσεων, ενώ συχνά παρατηρούνται φαινόμενα ενός άγονου βιογραφισμού αμφίβολης και ασυνεπούς θεωρητικής προέλευσης. Ενδεικτική περίπτωση αυτού του είδους στα νεοελληνικά γράμματα είναι αυτή του Τάκη Παπατσώνη, με ανθρώπους της διανόησης να αναζητούν επίμονα, ακόμη και στο δελτίο της αστυνομικής του ταυτότητας, την κατάταξή του στην Καθολική ή την Ορθόδοξη πτέρυγα του χριστιανισμού, αδιαφορώντας προηγουμένως επιδεικτικά για τη μελέτη του πλούσιου έργου του (βλ. Μακρυδήμας 2017· διατίθεται εδώ ).