Όπως εύστοχα έχει παρατηρήσει η Κίρκη Κεφαλέα (2015, 15), «κατά ένα μεγάλο μέρος της διαχρονικής πορείας της η τέχνη ήταν έκφραση θρησκευτική». Κάτι τέτοιο δεν προξενεί ιδιαίτερη εντύπωση αν αναλογιστεί κανείς τη Βίβλο η οποία εσωκλείει στις σελίδες της τα βασικότερα θέματα της ανθρώπινης ζωής και θανάτου: υπαρξιακά ερωτήματα, αγωνία, νόμος, ηθική, η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό και το επέκεινα, η περιουσιότητα ενός λαού, έρωτας, αγάπη, κοινωνική αλληλεγγύη, φυλετικοί/κοινωνικοί αποκλεισμοί, είναι ορισμένα από τα ζητήματα που αρδεύουν τη θεματολογία του εκτενούς αυτού βιβλίου, το οποίο παραμένει μέχρι τις μέρες μας το πιο επιτυχημένο εκδοτικά έργο, με τις περισσότερες πωλήσεις και αναγνώσεις. Πέρα από το θεολογικό/ερμηνευτικό οπλοστάσιο της Αγίας Γραφής, όπως αυτό συγκροτείται και παγιώνεται στο πλαίσιο της θεσμικής εξουσίας της Εκκλησίας, τα βιβλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης εδώ και αρκετούς αιώνες προσεγγίζονται και για τη λογοτεχνική τους αξία. Ο Erich Auerbach, επί παραδείγματι, επισήμανε τις υφολογικές μετατοπίσεις που επέφερε η χριστιανική γραμματεία στο επίπεδο της ρεαλιστικής αναπαράστασης στο εύρος της λογοτεχνικής γραφής, υποστηρίζοντας πως
η ιστορία του Χριστού, με την αδίστακτη ανάμειξη της καθημερινής πραγματικότητας και της ύψιστης, της πιο υπέροχης τραγικότητας, είναι αυτό που υπερνίκησε τον αρχαίο κανόνα περί ύφους.
Η πεποίθηση του Northrop Frye ότι
η Αγία Γραφή είναι ο ύψιστος μύθος, μια ενιαία αρχετυπική δομή που εκτείνεται απ’ τη δημιουργία ως την αποκάλυψη. […] Αυτός είναι ο μόνος τρόπος να μελετήσουμε την Αγία Γραφή σαν το βιβλίο που άσκησε τη σπουδαιότερη διαπλαστική επίδραση στο λογοτεχνικό συμβολισμό — όπως και πράγματι συνέβη
δείχνει πως, για τον καναδό κριτικό και θεωρητικό λογοτεχνίας, η Βίβλος ανάγεται σε ένα είδος αρχέτυπου, από το οποίο προσπάθησε να εξαγάγει τη ρητορική και γλωσσική του τυπολογία (Frye 1982· Frye & Macpherson 2004). Από την άλλη πλευρά, ο Harold Bloom (1989, 1990, 2005) στην κριτική που άσκησε στις εβραϊκές πηγές του χριστιανισμού, σε μια εκκοσμικευμένη προοπτική, μεταχειρίστηκε τα θρησκευτικά κείμενα σαν τεκμήρια λογοτεχνικότητας, εστιάζοντας περισσότερο στις πολιτισμικές πτυχές του ιστορικού ανύσματος που καλύπτουν τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης.
Το εγχείρημα του John Gottcent (1986) να ερμηνεύσει ως λογοτεχνικό προϊόν τη Βίβλο θυμίζει σε μεγάλο βαθμό τη σημειωτική της λογοτεχνίας, όπως, για παράδειγμα, την εργασία του Vladimir Propp (1987) για το παραμύθι, όπου ο ρώσος φορμαλιστής κωδικοποιούσε επαναλαμβανόμενες σταθερές λειτουργίες των ηρώων στο εύρος της έντεχνης παράδοσης της δημώδους λογοτεχνίας. Με έναν παρόμοιο, αλλά κατά βάση εκλαϊκευτικό τρόπο, η κριτική ματιά του Gottcent εισχώρησε στις πολιτισμικές πτυχές των κοινωνιών που διαμόρφωσαν τη γραπτή ιουδαιοχριστιανική παράδοση προκειμένου όχι να ανακατασκευάσει παγιωμένες θεολογικές ερμηνείες αλλά να δείξει πως η τυπολογία των ηρώων της βιβλικής αφήγησης μπορεί να προβάλλει διορατικές εικόνες της ανθρώπινης πραγματικότητας (Gottcent 1986, 17). Όπως η λογοτεχνία παραμένει πάντοτε ένα βαθιά ανθρωπιστικό οικοδόμημα, έτσι και η θρησκευτική γραμματεία των Εβραίων και των Χριστιανών βοηθά να κατανοήσουμε την ανθρώπινη κατάσταση.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση του γάλλου φιλοσόφου Paul Ricœur. Αποφασίζοντας να εμπλακεί στην ερμηνευτική ατραπό ενός από τα πιο προβληματικά κείμενα της Αγίας Γραφής, εκείνο του Άσματος Ασμάτων, προσανατολίστηκε προς ένα είδος πολλαπλών αναγνώσεων, που συνδυάζει την παραδοσιακή θεολογική ερμηνεία με σύγχρονες θεωρίες αντλημένες από τη θεωρία της λογοτεχνίας. Παρά την εισαγωγή του στον κανόνα της ιουδαιοχριστιανικής γραμματείας, το έντονο ερωτικό φορτίο του Άσματος Ασμάτων αποτέλεσε τροχοπέδη κατά την ανάγνωσή του από ερμηνευτές που ήθελαν να καθηλώσουν σε μια ακραιφνώς θεολογική βάση το σημασιολογικό του περιεχόμενο. Η γνωστή αλληγορική μέθοδος που άνθισε στο εύρος της χριστιανικής παράδοσης αντιμετωπίζει τη γλώσσα των ιερών κειμένων ως κρυπτική, φέρουσα ενδογενώς με μεταφορικό τρόπο νοήματα μεταφυσικών διαστάσεων. Ο Ricœur, ωστόσο, δεν παρέμεινε δέσμιος μια τέτοιας μονοδιάστατης ανάγνωσης, αλλά, μέσα από τη θεωρία της πρόσληψης και τη μελέτη της τροπικότητας της μεταφοράς, εργαλεία που ανήκουν κατεξοχήν στον χώρο της λογοτεχνικής ερμηνείας, οδηγείται σε μια πλουραλιστική μέθοδο η οποία δεν αγνοεί την προθετικότητα της γλώσσας του συντάκτη του Άσματος, ούτε τις ενδιάθετες αρχετυπικές σημάνσεις της γλώσσας. Για τον φιλόσοφο, η μεταφορά καθίσταται όχημα «διασταυρούμενης» ερμηνείας πάνω σε έναν άξονα νοηματικής αλληλόδρασης. Ως εκ τούτου, οι αλλεπάλληλες σημασιολογικές διευρύνσεις που παρατηρούνται στο Άσμα Ασμάτων μπορούν να ερμηνευτούν αφενός αλληγορικά, εξεικονίζοντας με τον τρόπο αυτό την αγάπη που συνδέει την εκκλησία του ανθρώπου με τον Θεό (ενδημική μεθοδολογία στο εύρος της θεολογίας), αφετέρου σε ένα περισσότερο εγκόσμιο επίπεδο, συζητώντας τη μεταφορά μέσα στο πολιτισμικό, ανθρωπολογικό, γλωσσικό περιβάλλον μέσα στο οποίο αυτή εμφανίστηκε χιλιάδες χρόνια πριν (Ricœur 2005, 341-387).
Παρενθετικά, θα πρέπει να έχει κανείς υπόψη του και μια άλλη πορεία διάδρασης των δύο υπό συζήτηση πεδίων, το γεγονός δηλαδή ότι η εκκλησιαστική γραμματεία από τις αρχέγονες ρίζες της μέχρι τον αιώνα των Φώτων διαδραμάτισε όχι μόνο παιδευτικό-ηθικοπλαστικό ρόλο αλλά αποτέλεσε και πρότυπο υφολογικής κατάρτισης του γραπτού λόγου. Η εκκλησιαστική ρητορική, η υμνογραφία, οι βίοι αγίων, τα συναξάρια και πάσης φύσεως κείμενα γύρω από την εκκλησιαστική ζωή, πέρα από τις φιλοσοφικές-δογματικές ερμηνείες, αποτέλεσαν την κειμενική βάση μέσα από την οποία, για πολλούς αιώνες, κατανοήθηκαν οι συμβάσεις και οι προϋποθέσεις του λογοτεχνικού λόγου, εγκολπώνοντας ταυτόχρονα τις γλωσσικές εξελίξεις γύρω από την ανάπτυξη της δημώδους και λόγιας γλώσσας.