Ας ξεκινήσουμε με το προφανές: η λογοτεχνία δεν είναι θρησκεία. Ούτε και η θρησκεία είναι λογοτεχνία. Αλλά τότε γιατί πρέπει να μας απασχολήσει ο τρόπος σύγκλισης δύο ιστορικών, πολιτισμικών, κοινωνικών, αισθητικών (και πολλών άλλων) φαινομένων και τί κοινό μπορούν να μοιράζονται; Η απάντηση, ως προς το πρώτο σκέλος της ερώτησης, είναι επίσης πρόδηλη: όπως συμβαίνει με την ιστορία, τον μύθο, την ιδεολογία, με όλες δηλαδή τις εκφάνσεις του ανθρώπινου πνεύματος, έτσι και με τη θρησκεία οι εκπρόσωποι της λογοτεχνίας θέλησαν να αναπτύξουν, μερικώς ή εκτενώς, έναν γόνιμο —είτε επιδοκιμαστικό, είτε ανατρεπτικό, είτε αμφίθυμο— διάλογο μαζί της. Τα παραδείγματα στη νεότερη ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας δεν είναι λίγα: Καισάριος Δαπόντες, Διονύσιος Σολωμός, Κωστής Παλαμάς, Κ.Π. Καβάφης, Νίκος Καζαντζάκης, Άγγελος Σικελιανός, Κώστας Βάρναλης, Τάκης Μπαρλάς, Τάκης Παπατσώνης, Φώτης Κόντογλου, Γιωσέφ Ελιγιά, Γεώργιος Δούρας, Μελισσάνθη (Ήβη Κούγια-Σκανδαλάκη), Ανδρέας Εμπειρίκος, Οδυσσέας Ελύτης, Γιώργος Θεοτοκάς, Ζωή Καρέλλη, Ν.Γ. Πεντζίκης, Δημήτρης Παπαδίτσας, Νίκος Καρούζος, Ματθαίος Μουντές κ.ά. Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος, ποιος συνδετικός κρίκος συνδέει τη λογοτεχνία με τη θρησκεία, μία και μόνο απάντηση σίγουρα δεν μπορεί να καλύψει επαρκώς όλα τα ζητήματα που θέτει αυτή η σύγκλιση. Χρήσιμη φαίνεται να είναι η διατύπωση του Graham Hughes (2003, 4) ότι η αναζήτηση του νοήματος μοιάζει με την αναζήτηση του Θεού.
Λογοτεχνία και θρησκεία, λοιπόν, έχουν ως κοινό παρονομαστή την επίμονη προσπάθεια εννοηματώσεως της πραγματικότητας. Τί σημαίνει, όμως, θρησκευτικό συναίσθημα στην τέχνη γενικότερα ή, τέλος πάντων, πώς πρέπει να αντιλαμβανόμαστε τη σύγκλιση θρησκείας και τέχνης; Η Hannah Arendt, χωρίς περιστροφές, συμπεραίνει ότι:
κάθε τέχνη είναι κοσμική, και η ιδιαιτερότητα της θρησκευτικής τέχνης είναι μόνον ότι «εκκοσμικεύει» —πραγμοποιεί και μετασχηματίζει σε «αντικειμενική», απτή, εγκόσμια παρουσία— ό,τι υπήρχε προηγουμένως έξω από τον κόσμο.
Αμέσως καταλαβαίνουμε ότι θρησκευτική και μη θρησκευτική τέχνη καταλήγουν στο ίδιο αποτέλεσμα αλλά μέσα από διαφορετική διαδρομή. Η θρησκευτική τέχνη δημιουργεί ένα σημασιολογικό κύτταρο τροφοδοτούμενο από την προσπάθεια των καλλιτεχνών να συλλάβουν το «εκτός» του κόσμου, και αντίθετα, η μη θρησκευτική χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια κατανόησης των υλικών δομών του κόσμου.
Στο εύρος της νεωτερικότητας, η λογοτεχνία εναρμονίστηκε σε μεγάλο βαθμό με το αίτημα του Διαφωτισμού για εκκοσμίκευση της παραδοσιακής μεταφυσικής και τη συνακόλουθη «αντικατάσταση του Θεού και της θεολογίας από τον Άνθρωπο και την ανθρωπολογία». Ωστόσο, σύμφωνα με τον Παναγιώτη Κονδύλη (1983, 318-319), οι περισσότεροι εκπρόσωποι αυτής της φιλοσοφικής τάσης κινήθηκαν στα όρια του αγνωστικισμού, χωρίς εντέλει ο Διαφωτισμός να συγκροτήσει ένα συμπαγές κίνημα απόσεισης της θρησκευτικής συνείδησης. Η στάση αυτή κληρονομήθηκε και στους νεότερους χρόνους. Η θρησκευτικότητα ενός έργου τέχνης αντανακλούσε πλέον είτε την αυθεντικότητα ενός μεταφυσικού συστήματος είτε, κυρίως στην περίοδο του μοντερνισμού και του μεταμοντερνισμού, την απόσειση της ιδέας του ιερού είτε την προβληματική σχέση με τον Θεό, σε έναν κόσμο συνεχών ανακατατάξεων, είτε την προσπάθεια επανϊεροποίησης του κόσμου.
Το ζήτημα της υπερβατικότητας είναι κεντρικό όταν κανείς καταπιάνεται με τη διαπλοκή θρησκείας και λογοτεχνίας. Οι περισσότερες θρησκείες συντείνουν ως προς τη μεταφυσική ερμηνεία του κόσμου. Για κάθε θρησκεία, βέβαια, το επέκεινα έχει διαφορετικές προϋποθέσεις σημασιοδότησης. Δεν έχουν όλες οι θρησκείες έναν θεϊστικό άξονα αναφοράς ούτε όλες συνηγορούν υπέρ της ταύτισης του ιερού με το κοσμικό (βλ. Crawford 2004, 159). Εξάλλου, αν δοκιμάσει κανείς πρόχειρα να ανατρέξει στα κείμενα και τα ποιήματα των δημιουργών που απαριθμήθηκαν παραπάνω εύκολα θα διαπιστώσει ότι δεν διατρέχει το ίδιο θρησκευτικό δόγμα τον στοχασμό τους. Ο Παπατσώνης κινήθηκε μεταξύ Ορθοδοξίας και Καθολικισμού, ο Ελιγιά ήταν ο κατεξοχήν νεοέλληνας λογοτέχνης απολογητής του εβραϊσμού, ο Δούρας υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής των Μαρτύρων του Ιεχωβά, ο Παλαμάς αντιμετώπισε με αρκετή δυσθυμία το θέμα της χριστιανικής ταυτότητας στον σύγχρονο κόσμο και κυρίως ως το αντίπαλον δέος της αρχαιοελληνικής θρησκευτικής παράδοσης, ο Καζαντζάκης προσανατολίστηκε περισσότερο προς τα πνευματικά μονοπάτια του Γνωστικισμού, ο Σικελιανός άντλησε το θρησκευτικό ιδεώδες της ποίησής του από τη χοάνη του αρχαιοελληνικού μυστικισμού, ο Εμπειρίκος ανέπτυξε σταδιακά μια ιδιαίτερη ποιητική θεολογία αντλώντας στοιχεία από τη χριστιανική γραμματεία για τη διακήρυξη της ερωτικής πανσπερμίας που οραματιζόταν κ.ο.κ.