Το κατοχικό αφιέρωμα της Νέας Εστίας (1942) δημιούργησε αρκετά ερωτηματικά, αφού δεν κατάφερε να εκπληρώσει έναν από τους βασικούς στόχους που όφειλε να είχε θέσει εξαρχής: τη δημιουργία μιας θεωρητικής βάσης πάνω στην οποία χρειαζόταν να διεξαχθεί η συζήτηση για τον τρόπο με τον οποίο αλληλεπιδρά η θρησκεία με τη λογοτεχνία. Το αιωρούμενο αυτό ερώτημα παρέμεινε εξήντα δύο χρόνια αναπάντητο από το περιοδικό, ώσπου το 2004 η σύνταξη, υπό τη διεύθυνση του Σταύρου Ζουμπουλάκη, αποφασίζει να συνεχίσει το αφιέρωμα «θρησκεία και λογοτεχνία» σε νέα πλέον βάση, φιλοξενώντας κείμενα που προέρχονταν (τα περισσότερα από αυτά) από τα πορίσματα ενός επιστημονικού συνεδρίου (Θεολογία και Λογοτεχνία, Βόλος, 2-3 Μαΐου 2003). Η συμμετοχή φιλολόγων, μελετητών, ποιητών και δοκιμιογράφων γύρω από ένα θέμα που δεν μπορούσε να ολοκληρωθεί στο πλαίσιο ενός μόνο τεύχους, έδειχνε εμπράκτως ότι το περιοδικό στόχευε να καλύψει πολυπρισματικά και σε βάθος τη διάδραση των δύο πνευματικών εννοιών. Για μια αποσαφήνιση της μεταξύ τους σχέσης στα κοινωνιολογικά και πολιτισμικά συμφραζόμενα της νεωτερικής εποχής, όπου η ποίηση πλέον έχει αποκοπεί σημαντικά από τον πυρήνα του μεταφυσικού μύθου, καταρτίζοντας ένα αυτόνομο πεδίο πνευματικής δράσης, μακριά από τις επιθυμίες και τις επιδιώξεις του εκκλησιαστικού τυπικού, έχει ιδιαίτερη βαρύτητα η παρατήρηση του Νίκου Φωκά. Τα λόγια του εύστοχα υποδεικνύουν το σημείο συνάντησης της ποίησης με τη θρησκεία, μετά το οποίο διαχωρίζονται ξανά για να ακολουθήσουν τις ξεχωριστές πορείες τους:
Η ποίηση είναι η γλώσσα της φαντασίας, σε οποιοδήποτε κείμενο και αν εντοπίζεται, γλώσσα με την οποία στη μεν θρησκευτική ποίηση ενδυναμώνεται η πίστη στην αλήθεια της θρησκείας, στην δε εκκοσμικευμένη ποίηση ενδυναμώνεται κάποιο ανθρώπινο ιδεώδες, κάποια κοινωνική αξία, και όταν αυτή δεν υπάρχει, όπως στις μέρες μας, τότε το αίτημα για μια τέτοια αξία.
Η θρησκευτική ποίηση, λοιπόν, ενέχει αποκαλυπτικό χαρακτήρα, με την έννοια ότι πολλές φορές αμβλύνει το χάσμα που χωρίζει τους πιστούς από την ουσία του Θεού. Από την άλλη, ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν είναι απόλυτο. Ο Φωκάς έχει επίγνωση του γεγονότος ότι η θρησκευτική ποίηση μπορεί ακόμη και να ερεθίζει τη ροπή προς την απιστία, αν και προσπερνά γρήγορα το ζήτημα (Φωκάς 2004, 367). Παραβλέποντας, όμως, το γεγονός ότι η θρησκεία ως θεματικό στοιχείο ενός ποιήματος δεν περιορίζεται αποκλειστικά στην τόνωση της πίστης, κινδυνεύουμε να καταστήσουμε αυτού του είδους την ποίηση θεραπαινίδα ενός μεταφυσικού δόγματος. Κάτι τέτοιο φαίνεται να είχε κατά νου ο Παντελής Καλαϊτζίδης, υπεύθυνος της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών της Μητροπόλεως Δημητριάδος. Στη μελέτη του, με την οποία ανοίγει το εν λόγω αφιέρωμα, προβληματίζεται έντονα για τον αβάσιμο συσχετισμό που επιχειρείται, όταν η θρησκευτικότητα ενός λογοτεχνικού έργου τείνει να ταυτιστεί με το αληθειακό βάρος της (εκάστοτε) θρησκείας, με αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας άστοχης κατηγορίας λογοτεχνικού λόγου:
Μα υπάρχει τελικά «χριστιανική» λογοτεχνία; Και πόσο συμβατή είναι […] η συνύπαρξη υπό την ίδια λεκτική στέγη των δύο όρων; Μήπως το σχήμα αυτό εμπεριέχει «αντίφαση εν τοις όροις»;
Το ερώτημα που θέτει ο Καλαϊτζίδης υπογραμμίζει τον κίνδυνο ενός μεθοδολογικού σφάλματος. Είναι άλλο πράγμα το γενικό πλαίσιο της θρησκευτικής ποίησης, κατηγορία που περικλείει την ενσωμάτωση —θετική, αρνητική ή ουδέτερη— του θρησκευτικού συναισθήματος στο εύρος της καλλιτεχνικής έκφρασης, και άλλο ο πιεστικός επικαθορισμός του έντεχνου λόγου από μια συγκεκριμένη θρησκευτική ταυτότητα. Ο όρος θρησκευτική λογοτεχνία είναι περισσότερο κατάλληλος, μόνο εφόσον τον εννοήσουμε ως μια γενικότερη κατηγορία έργων, που περιέχουν τους προσωπικούς προβληματισμούς ή διαπιστώσεις των δημιουργών για τη σχέση της θρησκείας με τη λογοτεχνία, χωρίς, ωστόσο, να υπονοείται ότι λειτουργούν προς όφελος μιας συγκεκριμένης ομολογίας ή καταδυναστεύονται από τις συμβάσεις της (το ίδιο ισχύει και για τον όρο θρησκευτικός ποιητής). Για τον ίδιο λόγο που μιλάμε για τη σχέση λογοτεχνίας και πολιτικής, αλλά όχι, παραδείγματος χάρη, για μαρξιστική λογοτεχνία ή φιλελεύθερη λογοτεχνία (ή τουλάχιστον δεν θα έπρεπε να μιλάμε), για τον ίδιο λόγο είναι ανακριβής ο όρος χριστιανική λογοτεχνία. Είναι επιβλαβές τόσο για την ποίηση όσο και για τον χριστιανισμό να προωθείται ένας πλήρης συνταυτισμός τους, καθώς στην περίπτωση αυτή η ποίηση μετατρέπεται αυτομάτως σε προπαγανδιστικό μέσο της θρησκείας. Έτσι, ο Δημήτρης Κοσμόπουλος (1999, 36) δεν δίσταζε να θεωρήσει το μόρφωμα αυτό της χριστιανικής λογοτεχνίας ως μια άλλη εκδοχή σοσιαλιστικού ρεαλισμού, δηλαδή ως ένα είδος στρατευμένης τέχνης, εν προκειμένω στην υπηρεσία του χριστιανικού κοσμοειδώλου. Μια παρόμοια ανησυχία είχε εκφράσει και ο T.S. Eliot, και δεδομένου ότι υπήρξε ένας πιστός της Αγγλικανικής Εκκλησίας, ο προβληματισμός του έχει ιδιαίτερη βαρύτητα. Πιο συγκεκριμένα, ο Eliot εναντιώθηκε έντονα στο ενδεχόμενο η λογοτεχνία να καταστεί το modus operandi του χριστιανισμού· δεν αρνήθηκε τη θρησκευτική λογοτεχνία, αλλά θέλησε να αναπλαισιώσει το περιεχόμενό της, και κυρίως τον τρόπο με τον οποίο συνδέονται οι δύο όροι της:
Η άποψή μου όμως είναι πως τέτοια γραπτά δεν υπεισέρχονται σε μια σοβαρή εξέταση της σχέσης μεταξύ θρησκείας και λογοτεχνίας […]. Αυτό που θέλω είναι μια λογοτεχνία η οποία θα ήταν ασυνείδητα μάλλον παρά εσκεμμένα και προκλητικά χριστιανική.
Εφόσον η λογοτεχνία διεκδικεί ένα συγκεκριμένο κεφάλαιο γνώσης, δηλαδή επιχειρεί και αυτή μέσα από τις αισθητικές και ιδεολογικές προεκτάσεις της γλώσσας να μας συνδέσει με τον περιβάλλοντα κόσμο, αυτό σημαίνει ότι κινητήριος μοχλός της παραμένει ο διανοητικός παράγοντας, ενώ στον χώρο της πίστης εκβάλλει δυναμικά η προσήλωση σε μιαν ιδέα, και δευτερευόντως η υποταγή αυτή μετατρέπεται σε διανοητική πράξη. Στην περίπτωση της θρησκείας, λοιπόν, η έμμονη πεποίθηση ότι ένα ανώτερο ον εξουσιάζει το σύμπαν δεν αποτελεί νοητική αλλά κατά βάση συναισθηματική συνεπαγωγή.