Το έργο του Anthony Hirst God and the Poetic Ego. The Appropriation of Biblical Language in the Poetry of Palamas, Sikelianos and Elytis (Peter Lang 2004) είναι το μοναδικό (όσον αφορά τη νεοελληνική λογοτεχνία, αν και γραμμένο στα αγγλικά) εμπεριστατωμένο πόνημα που καταπιάνεται με τις διάφορες όψεις του θρησκευτικού συναισθήματος νεοελλήνων ποιητών. Η μεθοδολογία του Hirst είναι κειμενοκεντρική, καθώς ο μελετητής εστιάζει την προσοχή του στον τρόπο με τον οποίο η γλώσσα των Ευαγγελίων και των υπόλοιπων λειτουργικών κειμένων της εκκλησιαστικής γραμματείας ενσωματώνεται στην ποίηση του Παλαμά, του Σικελιανού και του Ελύτη. Επιχειρώντας να διακρίνει τα όρια και τις συμβάσεις της «διακειμενικότητας» (intertextuality) αναφορικά με τον τρόπο που το χριστιανικό διακείμενο αναπλάθεται ποιητικά, καταλήγει σε ορισμένες πολύ χρήσιμες διαπιστώσεις.
Για τον Hirst, ο πρώτος τρόπος που μπορεί να πιστοποιήσει την ύπαρξη κάποιας συνάφειας μεταξύ ενός ποιήματος με ένα παλαιότερο της χριστιανικής παράδοσης είναι εκείνος που ονομάζει «έμμεση (ή υπαινικτική) αναφορά» (allusion). Στην περίπτωση αυτή η παρουσία του βιβλικού ή του εκκλησιαστικού λόγου σε ένα έργο ξεπερνά τα όρια της απλής παράθεσης. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για την προσπάθεια του δημιουργού να «προσανατολίσει (στις περισσότερες περιπτώσεις συνειδητά και σκόπιμα) την προσοχή του αναγνώστη σε κάποιο γεγονός, εικόνα ή ιδέα, που είναι ενσωματωμένη σε ένα άλλο κείμενο ή κείμενα», ενώ άλλες φορές ο συσχετισμός αυτός υλοποιείται ασυνείδητα. Σε κάθε περίπτωση, για τον μελετητή έχει ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι στο εύρος αυτής της κειμενικής συνύπαρξης, εκτός από τις περιπτώσεις που το πρωτότυπο παραφράζεται ή αλλοιώνεται κάπως, ώστε να συγχρονιστεί με τα νεότερα γλωσσικά δεδομένα (ας μην ξεχνάμε ότι το ελληνορθόδοξο εκκλησιαστικό τυπικό είναι δομημένο βάσει της αλεξανδρινής κοινής) ή να ομογενοποιηθεί βάσει των μετρικών κανόνων, όταν δεν χρησιμοποιείται ο ελεύθερος στίχος, παρατηρείται ενίοτε μια μετατόπιση του ενδιαφέροντος του ποιητή από την πηγή που επικαλείται σε κάτι άλλο. Η ποιητική φαντασία δεν ενδιαφέρεται, πλέον, μόνο για την ενσωμάτωση μιας εικόνας ή του λόγου ενός αρχετυπικού θρησκευτικού κειμένου, αλλά για την «ιδιοποίηση» (appropriation), την εκμετάλλευσή τους έτσι ώστε να διαφανεί μια ορισμένη διαφοροποίηση, ακόμη και αντίθεση. Ο Hirst, ορίζει την κατάσταση αυτή ως μια «κακομεταχείριση των ενσωματωμένων στοιχείων, βάσει της οποίας το μεταγενέστερο κείμενο αμφισβητεί την αλήθεια ή προκαλεί την αυθεντία της πηγής» (Hirst 2004). Έτσι, συμπεραίνει ότι ο Παλαμάς, ο Σικελιανός και ο Ελύτης, παρά το επιφανειακό ενδιαφέρον τους για τον χριστιανισμό, εφόσον η ποιητική τους γλώσσα επιστρατεύει την εκκλησιαστική παράδοση, σε βαθύτερο επίπεδο οδηγούνται σε μια διάσταση μαζί της, δεδομένου ότι η αφομοίωση των χριστιανικών συμφραζομένων επιτυγχάνεται κυρίως με ανταγωνιστικό σκοπό, ώστε η ποιητική φαντασία να αμφισβητήσει ή ακόμη και να υπονομεύσει την ιερότητα και το απαράβατο του χριστιανικού δόγματος.
Το ζήτημα της διακειμενικότητας είναι σύνθετο και θα πρέπει κανείς να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός με τη λογοτεχνία που ενοφθαλμίζεται τη θρησκευτική γλώσσα. Ο τρόπος με τον οποίο το θρησκευτικό διακείμενο εισχωρεί στον λογοτεχνικό χώρο έχει να μας διδάξει κάτι πολύ σημαντικότερο από την πρόθεση του δημιουργού να συνομιλήσει συγκαταβατικά με την ιερή πηγή ή να διαψεύσει την εγκυρότητα ενός μεταφυσικού θεωρήματος. Εδώ θα πρέπει να λάβει κανείς υπόψη την πολυδιάστατη μπαχτινική σκέψη γύρω από ό,τι, μετά τον θάνατο του ρώσου θεωρητικού, ονομάστηκε «διαλογικότητα». Οι εργασίες του Mikhail Bakhtin για τη διαλογική συγκρότηση της ύπαρξης του ανθρώπου αποτέλεσαν το εφαλτήριο για την ανάπτυξη της θεωρίας της διακειμενικότητας. Κατά τον Bakhtin, λοιπόν, η ύπαρξη του ανθρώπου προσδιορίζεται μέσα από τη χωρική και χρονική αλληλεπίδρασή του με τους άλλους. Ως εκ τούτου, η γλώσσα και οι νοηματικές σταθερές δεν συγκροτούνται a priori αλλά διαμορφώνονται μέσα από την ετερογενή συνύπαρξη των υποκειμένων. Η εύστοχη διατύπωση του Michael Holquist (2014, 73), ότι «η διαλογικότητα, ως η απόλυτη κριτική απέναντι σε κάθε μονολογική διεκδίκηση, είναι αδιάλλακτα πλουραλιστική», δείχνει ακριβώς ότι τα κείμενα, ως προέκταση της συνείδησης ενός υποκειμένου, δεν συνιστούν αυτόνομες νοηματικές οντότητες αλλά καθορίζονται μέσα από την οπτική γωνία του Άλλου. Μια παρόμοια συνθήκη αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της σκέψης όσων μπορούν να στοχάζονται ελεύθερα, ουσιαστικά και εποικοδομητικά πάνω στο ζήτημα της θρησκείας, ή, για να το θέσουμε με τα λόγια του Σταύρου Ζουμπουλάκη,
η θρησκεία εκφράζει μια θεμελιακή λειτουργία του ανθρώπινου πνεύματος, αφού μέσω αυτής ο άνθρωπος προσπαθεί να αυτοπροσδιοριστεί έναντι του Άλλου, έναντι αυτού που βρίσκεται έξω από αυτόν.
Η ρευστότητα του υποκειμένου και οι εναγώνιες προσπάθειες κατασκευής μιας ταυτότητας είναι ζητήματα που πραγματεύεται διεξοδικά στη σύνθεση Το Άσμα της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου (1961) ο Τάκης Σινόπουλος, όπου εναλλάσσονται μονολογικά και διαλογικά αποσπάσματα. Σε ολόκληρο το έργο παρελαύνουν αθρόες παραλλαγμένες διακειμενικές αναφορές στο Άσμα Ασμάτων (Κεφαλέα 2015, 267-272), με την ποιητική γλώσσα να τροφοδοτείται περισσότερο από τις στοχαστικές προϋποθέσεις της ετερότητας και λιγότερο από τις εννοηματώσεις της θρησκευτικής παράδοσης. Αξίζει όμως να παρατηρήσει κανείς ότι η βεβαιότητα που χαρακτηρίζει τον λόγο των εραστών του Άσματος Ασμάτων ακυρώνεται ολοκληρωτικά στη γραφή του Σινόπουλου. Η πρώτη απόπειρα του Κωνσταντίνου να αυτοπροσδιοριστεί, μέσα από την άντληση εικόνων που παραπέμπουν στον παραδείσιο κήπο του Άσματος, καταλήγει στο κενό:
Είμαι ένας άντρας μέσα στο κορμί μου περιέχω τον εαυτό μου που με περιέχει ταυτότητά μου το μηδέν γυναίκα μου η Ιωάννα ανάμεσά μας η νύχτα μια νύχτα ο κήπος έλαμπε κάτω απ’ τα πόδια μας και τούτο έμοιαζε τόσο αληθινό πιο αληθινό όταν ο κήπος έσβησε το φως αντέχει μέσα μας συνέχεια της Ιωάννας η βλάστηση το κεφάλι της βαρύ αστερωμένο πάντα μ’ απειθάρχητα μαλλιά τόσο πικρό […].
Η ατελέσφορη προσπάθειά του να εισχωρήσει στο υποκειμενικό σύμπαν της Ιωάννας διακηρύσσεται κατακυρωτικά με τη φράση:
Δεν ξέρω συγκεκριμένως να σας πω τί είναι η Ιωάννα.
Προφανώς, η απόσταση ανάμεσα στην ερωτική δόξα που γνωρίζουν οι εραστές στα εμβληματικά επιθαλάμια ποιήματα της ιουδαιοχριστιανικής παράδοσης και στον ματαιωμένο ερωτισμό του σινοπουλικού άσματος είναι μεγάλη. Ωστόσο, ο έλληνας ποιητής μέσα από τη διακειμενική και μορφολογική συνομιλία που ανοίγει με το βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης (ας σημειωθεί ότι ακόμη και η πολυφωνία του Άσματος, με τις χορικές ανταποκρίσεις στις λυρικές περιγραφές των εραστών, εγκαθιδρύεται στο νεότερο ποίημα μέσα από τη φωνή της μάνας του Κωνσταντίνου και των γειτόνων) δεν ανταγωνίζεται το αρχέτυπο. Η υφολογική μετάθεση από την εδεμικά ηδονιστική διάσταση του Άσματος στην προβληματική επικοινωνία της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου αναδεικνύει την ιστορική πορεία προς την απομάγευση του κόσμου ακόμη και σε ερωτικό επίπεδο. Η ιερότητα των αισθησιακών δεσμών που αντανακλά η ποίηση των προχριστιανικών αιώνων καταργείται μέσα στην πολιτισμική χοάνη της νεωτερικότητας που έχει θανατώσει τον Θεό αλλά και τα νοήματα που διαθλούν την ανθρώπινη ζωή.