Πολύ συχνά δανείζουμε και δανειζόμαστε βιβλία. Δανείζουμε βιβλία που μας άρεσαν και επιθυμούμε να μοιραστούμε την αναγνωστική εμπειρία με συγκεκριμένους ανθρώπους, Μας δανείζουν βιβλία προτείνοντάς μας το μοίρασμα μιας αναγνωστικής εμπειρίας ή μια αρχή σχέσης. Παρότι η πρακτική του δανεισμού είναι εξαιρετικά διαδεδομένη ανάμεσα σε αναγνώστες/τριες, παραμένει αόρατη. Στο ακόλουθο κείμενο ο Christophe Evans συζητά την έλλειψη κοινωνικής ορατότητας του δανεισμού βιβλίων.
Πρέπει να τονίσουμε ότι στην έρευνα Πολιτιστικές πρακτικές των Γάλλων έχουν καταγραφεί μόνο τα άτομα που θυμούνται ότι έχουν δανείσει ή δανειστεί ένα ή περισσότερα βιβλία «κατά τη διάρκεια των δώδεκα τελευταίων μηνών σε ένα πρόσωπο εκτός της κατοικίας τους». Αυτό μας οδηγεί στη σκέψη ότι ορισμένοι περιστασιακοί δανειστές-δανειζόμενοι είναι πιθανό να μην εκδηλώθηκαν κατά τη διάρκεια της έρευνας. Μπορούμε να παραθέσουμε την περίπτωση ενός αναγνώστη, ο οποίος άρχισε να μας λέει ότι ποτέ δεν έφτασε στο σημείο να δανείσει ή να δανειστεί βιβλία, πριν γίνει, κατά τη διάρκεια της συνομιλίας, λιγότερο κατηγορηματικός και αναγνωρίσει τελικά ότι του συνέβαινε να δανειστεί βιβλία από τον πατέρα του και να δανείσει περιστασιακά στην αδελφή του. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης παρατηρείται συχνά «αναγνώριση» πράξεων, στο μέτρο που μια αναπαράσταση του εαυτού («δεν μου αρέσει να δανείζω και να δανείζομαι βιβλία», δεν είμαι «δανειστής-δανειζόμενος») είναι δυνατό να διαψευσθεί από τα γεγονότα που δεν υπακούουν υποχρεωτικά στην ίδια λογική παρουσίασης και αναπαράστασης. Φαίνεται ότι αυτό το όριο κοινωνιολογικού προβληματισμού (παράλειψη, υποτίμηση ορισμένων πρακτικών κατά τη διάρκεια των συνομιλιών) συνοδεύει συχνά το φαινόμενο της ιδιωτικής κυκλοφορίας βιβλίων. Πράγματι, σε αντίθεση με τα άλλα θεσμικά μέσα εφοδιασμού, που είναι καλύτερα γνωστά στους ερευνητές και συνεπώς περισσότερο σχολιασμένα, αυτή η υπόγεια διώρυγα στερείται κοινωνικής ορατότητας και τείνει να ξεφεύγει τόσο από τους δράστες της όσο και από τους ενδεχόμενους παρατηρητές της. Στο τέλος των συνομιλιών πολλοί ερωτηθέντες εκπλήσσονται συνειδητοποιώντας πόσο σημαντικές ήταν αυτές οι πρακτικές γι’ αυτούς, πράγμα για το οποίο δεν είχαν πραγματικά συνείδηση πριν από τη συνέντευξη:
«Τέλος, έχω μια κλίμακα για όλα, χωρίς τόσο… χωρίς να ξοδεύω τίποτα. Είναι αλήθεια ότι αυτούς τους φίλους, δεν ξέρω γιατί, δεν τους σκέφτηκα όταν με ρωτήσατε: “Σας δανείζουν βιβλία;” Δεν πήγε το μυαλό μου αμέσως σ’ αυτούς και να πω ότι αυτοί μου δάνειζαν ένα σωρό βιβλία. Είναι μέρος της ζωής μου, σε τέτοιο βαθμό συνεχώς, της ζωής μου καθημερινά, κάθε καλοκαίρι, που δεν σκέφτηκα να το πω. Μα είναι αλήθεια πως είμαι τυχερή» (γυναίκα, 73 ετών, τακτική αναγνώστρια, βοηθός κτηνιάτρου, συνταξιούχος, Σαβοΐα, κοινότητα κάτω των 5.000 κατοίκων).
Ο Roger Establet και ο George Félouzis, στην έρευνα που αφιέρωσαν στο βιβλίο και την τηλεόραση, βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα αυτό το έλλειμμα κοινωνικής ορατότητας. Από την ανάλυση των συνεντεύξεών τους διαφαίνεται ότι το βιβλίο είναι ένα πολιτιστικό μέσο που, σε γενικές γραμμές, παρουσιάζεται με τη βοήθεια ενός λόγου όπου το «εγώ» κυριαρχεί (κυρίως στις αναγνώστριες), ενώ το «εμείς» ή άλλες πιο απρόσωπες αντωνυμίες επιβάλλονται πιο εύκολα στην τηλεόραση. Αυτές οι αναπαραστάσεις (στην πλειονότητά τους) είναι βεβαίως το αποτέλεσμα μοναχικών πρακτικών όσον αφορά τις χρήσεις του έντυπου μέσου. Εντούτοις, η υπεροχή η οποία επιπλέον ενισχύεται από ορισμένες διακηρύξεις εναντίον της ανάγνωσης (όπως, π.χ., «η ανάγνωση απομονώνει από τους άλλους»), είναι επιζήμια στις ενδεχόμενες αναπαραστάσεις των πολυάριθμων συλλογικών χρηστών. Όπως μαρτυρεί η έρευνά μας, αυτές οι χρήσεις δεν έχουν εξαφανιστεί πλήρως μετά την καθιέρωση της σιωπηλής ανάγνωσης. Κατά κάποιο τρόπο πρόκειται για «το υπο-σύνηθες» του αναγνώστη, προσφιλές στον Georges Perec, όπου ο αναγνώστης περνά καταρχήν σχεδόν απαρατήρητος, γιατί διακρίνεται λίγο, κι επίσης γιατί συχνά δεν καταφέρνουμε να του αποδώσουμε την ακριβή αξία του.
Christophe Evans, «Το κύκλωμα “ιδιωτικός δανεισμός”: μια ολική παροχή». Όψεις της ανάγνωσης, επιμ. Μαίρη Λεοντσίνη, μτφρ. Κώστας Αθανασίου, Φώτης Σιατίτσας, Νήσος, Αθήνα 2000, σ. 120-121.