Στο μυθιστόρημα Διαβάζοντας στη Χάννα εξελίσσεται μια ερωτική ιστορία με αφορμή την ανάγνωση. Όταν τα δύο μυθιστορηματικά πρόσωπα συναντώνται, η Χάννα ζητά επίμονα από τον αγαπημένο της να της διαβάσει αποσπάσματα από μεγάλα έργα. Στην πορεία της πλοκής κατά την οποία αποκαλύπτεται το μυστικό της ηρωίδας, βλέπουμε πώς η επιθυμία για ανάγνωση μπορεί να αλλάξει τις ζωές των ανθρώπων. Το μυθιστόρημα χρησίμευσε ως σενάριο για την κινηματογραφική ταινία Σφραγισμένα Χείλη (2008).
[…] Όταν κάποτε η αδελφή μου, που σπούδαζε γερμανική φιλολογία, ανέφερε στην ώρα του φαγητού τη διαμάχη για το αν είχαν ερωτική σχέση ο Γκαίτε και η κυρία φον Στάιν, εγώ το υπερασπίστηκα πεισματικά, αφήνοντας κατάπληκτη την οικογένεια. Φανταζόμουν πώς θα μπορούσε να είναι η σχέση μας έπειτα από πέντε ή δέκα χρόνια. Το ίδιο ρώτησα και τη Χάννα. Εκείνη όμως δεν ήθελε να σκέφτεται ούτε μέχρι το Πάσχα, που πρότεινα να πάμε εκδρομή με τα ποδήλατα. Σαν μάνα και γιος θα μπορούσαμε να πάρουμε κοινό δωμάτιο και να περάσουμε μαζί όλη τη νύχτα.
Περίεργο που η σκέψη αυτή και η πρότασή μου δεν μ’ έκαναν να ντρέπομαι. Αν ταξίδευα με τη μητέρα μου, θα έδινα μάχη, για να πάρουμε χωριστά δωμάτια. Το έβρισκα ανάρμοστο για την ηλικία μου, όταν η μητέρα με συνόδευε στο γιατρό ή για ν’ αγοράσω καινούριο πανωφόρι ή όταν ερχόταν να με πάρει στην επιστροφή μου από κάποιο ταξίδι. Όταν ήμασταν μαζί και συναντούσαμε συμμαθητές μου στο δρόμο, φοβόμουν μήπως με θεωρήσουν μαμόθρεφτο. Αλλά το να εμφανίζομαι με τη Χάννα που, αν και ήταν δέκα χρόνια μικρότερη από τη μητέρα, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μητέρα μου, δε με πείραζε διόλου. Αντιθέτως, με γέμιζε περηφάνια.
Όταν βλέπω σήμερα μια τριανταπεντάρα, τη βρίσκω νέα, αλλά ένα δεκαπεντάχρονο τον θεωρώ παιδί. Εκπλήσσομαι για τη σιγουριά που μου είχε χαρίσει η Χάννα. Η επιτυχία μου στο σχολείο είχε αναγκάσει τους καθηγητές μου να με προσέξουν και ο σεβασμός τους με γέμιζε αυτοπεποίθηση. Τα κορίτσια που γνώριζα πρόσεχαν πως δεν τα φοβόμουν, κι αυτό τους άρεσε. Ένιωθα ωραία μες στο πετσί μου.
Ενώ η μνήμη φωτίζει άπλετα και συγκρατεί επακριβώς τις πρώτες συναντήσεις με τη Χάννα, συγχέει τις βδομάδες ανάμεσα σ’ εκείνη την κουβέντα μας και στο τέλος της σχολικής χρονιάς. Μία από τις αιτίες γι’ αυτό είναι το ότι συναντιόμασταν τακτικά και οι συναντήσεις μας ακολουθούσαν μια όμοια διαδικασία. Μια άλλη αιτία είναι ότι παλιότερα οι μέρες μου δεν ήταν τόσο γεμάτες, ο ρυθμός της ζωής μου δεν ήταν τόσο γρήγορος και μεστός. Όσο θυμάμαι πώς δούλευα εκείνες τις βδομάδες! Ήταν σαν να καθόμουν στο γραφείο, για να μην ξανασηκωθώ, αν δεν αναπλήρωνα όλα όσα είχα χάσει στη διάρκεια της αρρώστιας μου, αν δεν αποστήθιζα όλες τις άγνωστες λέξεις, αν δεν διάβαζα όλα τα κείμενα, αν δεν έκανα όλες τις μαθηματικές πράξεις, αν δεν έβγαζα όλες τις χημικές ενώσεις. Για τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης και το Τρίτο Ράιχ είχα διαβάσει ήδη, όσο ήμουν άρρωστος. Αλλά στη θύμησή μου και οι συναντήσεις μας είναι σαν μια μοναδική, ατέλειωτη συνάντηση. Ύστερα από εκείνη την κουβέντα μας ήταν πάντα απογευματινές: όταν η Χάννα ήταν στην τελευταία βάρδια, από τις τρεις μέχρι και τις τέσσερις και μισή, αλλιώς στις πέντε και μισή. Στις εφτά ήταν το οικογενειακό δείπνο και στην αρχή η Χάννα με πίεζε να επιστρέφω έγκαιρα σπίτι μου. Σύντομα όμως η μιάμιση ώρα δεν αρκούσε, κι έτσι άρχισα να βρίσκω δικαιολογίες, για ν’ αποφύγω το δείπνο.
Αιτία ήταν η ανάγνωση. Μια μέρα μετά την κουβέντα μας η Χάννα θέλησε να μάθει τί κάναμε στο σχολείο. Της είπα για τα ομηρικά έπη, τους λόγους του Κικέρωνα και την ιστορία του Χεμινγουέυ, όπου ο γέρος πολεμάει με το ψάρι και τη θάλασσα. Θέλησε ν’ ακούσει πώς ηχούν τα ελληνικά και τα λατινικά, κι έτσι της διάβασα κάτι απ’ την Οδύσσεια και τους Λόγους κατά του Κατιλίνα.
«Μελετάς και γερμανικά;».
«Τί θέλεις να πεις;».
«Μελετάς μόνο ξένες γλώσσες ή υπάρχει κάτι που το μαθαίνεις στη δική σου γλώσσα».
«Διαβάζουμε κείμενα».
Όσο ήμουν άρρωστος, η τάξη είχε διαβάσει τα βιβλία Εμιλία Γκαλόττι και Συνωμοσία και Έρως και σύντομα θα εξετάζονταν γραπτώς σ’ αυτά. Τα βιβλία αυτά έπρεπε να τα διαβάσω κι εγώ, κάτι που έκανα, όταν τελείωνα με όλα τ’ άλλα. Όμως ήταν ήδη αργά και ήμουν κουρασμένος· έτσι την επόμενη μέρα δε θυμόμουν τί είχα διαβάσει κι έπρεπε να τα επαναλάβω.
«Διάβασέ τα σ’ εμένα!».
«Διάβασέ τα μόνη σου, θα σου τα φέρω».
«Έχεις τόσο ωραία φωνή, αγοράκι, προτιμώ να σε ακούω παρά να τα διαβάζω μόνη μου».
«Άσε… δεν ξέρω».
Αλλά, όταν πήγα την επόμενη μέρα κι έκανα να τη φιλήσω, εκείνη τραβήχτηκε.
«Πρώτα πρέπει να μου διαβάσεις».
Το έλεγε σοβαρά. Έπρεπε να της διαβάσω μισή ώρα Εμιλία Γκαλόττι, πριν με βάλει στο ντους και στο κρεβάτι. Τώρα πια μου άρεσε κι εμένα το ντους. Η λαχτάρα που είχα, όταν ερχόμουν, χανόταν με την ανάγνωση. Το να διαβάζεις σε κάποιον ένα κείμενο έτσι που οι διαφορετικοί ήρωές του να είναι κατά κάποιο τρόπο αναγνωρίσιμοι και ζωντανοί απαιτεί αυτοσυγκέντρωση. Κάτω από το ντους η επιθυμία επανερχόταν. Ανάγνωση, ντους, έρωτας κι έπειτα αγκαλιά στο κρεβάτι: αυτή ήταν η ιεροτελεστία των συναντήσεών μας.
Ήταν προσεκτική ακροάτρια. Το γέλιο της, τα αποδοκιμαστικά ξεφυσήματά της, τα επιδοκιμαστικά ή αγανακτισμένα επιφωνήματά της έδειχναν αναμφίβολα ότι παρακολουθούσε με ένταση την υπόθεση και ότι θεωρούσε τόσο την Εμιλία όσο και τη Λουίζα ανόητα κοριτσόπουλα. Η ανυπομονησία με την οποία παρακαλούσε μερικές φορές να συνεχίσω προερχόταν από την ελπίδα πως η ανοησία έπρεπε επιτέλους να σταματήσει. «Δεν είναι δυνατό να είναι αλήθεια!». Μερικές φορές πραγματικά με πίεζε να συνεχίσω. Όταν μεγάλωσαν οι μέρες, άρχισα να της διαβάζω περισσότερη ώρα, για να είμαι μαζί της στο κρεβάτι, όταν θα σουρούπωνε. Όταν αποκοιμιόταν πάνω μου, σώπαινε η πριονοκορδέλα στην αυλή, κελαηδούσε το κοτσύφι κι από το χρώμα των αντικειμένων στην κουζίνα δεν απέμεναν παρά μόνο φωτεινότερες και σκοτεινότερες αποχρώσεις του γκρι, ήμουν απόλυτα ευτυχισμένος.
Bernhard Schlink, Διαβάζοντας στη Χάννα, μτφρ. Ιάκωβος Κοπερτί, Κριτική, Αθήνα 1999, σ. 41-45.