Στη διάρκεια της δεκαετίας του ’60 στη Γαλλία, η τακτική ανάγνωση έγκυρων λογοτεχνικών έργων αναλύθηκε ως χαρακτηριστικό των προνομιούχων ελίτ στις έρευνες της ομάδας του Bordeaux από τον Robert Escarpit και τους συνεργάτες του (Robine 1970, 221-224). Η σχέση με την ανάγνωση των λιγότερο ευνοημένων ομάδων (από πολιτισμική, εκπαιδευτική και οικονομική άποψη) έγινε αντικείμενο μελέτης υπό την επίδραση του θεωρητικού σχήματος της σχέσης διάκρισης. Το 1979 η έκδοση και η συνακόλουθη απήχηση του έργου του Pierre Bourdieu Η διάκριση (στα ελληνικά: 2002) διαμορφώνει ένα νέο πλαίσιο στις έρευνες για τις πολιτισμικές πρακτικές γενικότερα και την ανάγνωση ειδικότερα. Η βασική ιδέα του έργου είναι ότι διακριτά είδη προτιμήσεων, ικανοτήτων και επιλογών στον τομέα της κουλτούρας παίζουν συγκεκριμένο (και καθοριστικό ρόλο) στη διαμόρφωση των κοινωνικών τάξεων και στις συγκρούσεις τους. Οι σχέσεις με την κουλτούρα και οι μορφές ιδιοποίησης των έργων τέχνης γίνονται κατανοητές σε ένα πλαίσιο κοινωνικού ανταγωνισμού. Αυτό σημαίνει ότι για να καταλάβουμε τον τρόπο με τον οποίο τα άτομα και οι ομάδες διακρίνονται κοινωνικά και διεκδικούν θέσεις στην κοινωνική ιεραρχία, είναι χρήσιμο να αναλύσουμε τί διαβάζουν, αλλά και ποιες αξίες προσδίδουν στην ανάγνωση.
Στη δεκαετία του ’80, οι αναγνωστικές πρακτικές των νέων εργαζόμενων (Robine 1984), των μη-τακτικών αναγνωστών (Lahire 1993), καθώς και των κατοίκων της υπαίθρου (Ladefroux, Petit & Gardien 1993) τίθενται στο επίκεντρο (εθνογραφικών κυρίως) μελετών και καταδεικνύουν όχι μόνο τις πολλαπλές εισόδους στην ανάγνωση αλλά και τα διαφοροποιημένα νοήματα, που συνδέονται με τις αξίες της ανάγνωσης σε λιγότερο ευνοημένα περιβάλλοντα. Οι μη τακτικοί αναγνώστες των λαϊκών στρωμάτων (Bahloul 1987), όταν ερωτώνται, αισθάνονται μειονεκτικά σε σχέση με τις έγκυρες πρακτικές ανάγνωσης, δεν αναφέρονται στις πραγματικές συνήθειές τους, όπως π.χ. στην ανάγνωση του τοπικού αθλητικού τύπου, και συχνά αντιμετωπίζουν την ανάγνωση εργαλειακά, ως μέσο κτήσης γνώσεων και δεξιοτήτων.
Οι αναγνώστες της υπαίθρου (Ladefroux, Petit & Gardien 1993) παρουσιάζουν διαφοροποιήσεις ως προς τις πρακτικές τους, γεγονός το οποίο εξαρτάται από τις διαφορές ως προς τον τρόπο παραγωγής, τον βαθμό ανάπτυξης και τις επιμέρους κουλτούρες των περιοχών της υπαίθρου. Οι διαφοροποιήσεις ως προς τις αναγνωστικές πρακτικές εξαρτώνται από την προσφορά αναγνωστικών πόρων και την ανάπτυξη του δικτύου των βιβλιοθηκών.
Η ερευνητική δραστηριότητα γύρω από τους τρόπους και τις συνήθειες ανάγνωσης των μη προνομιούχων ομάδων αναδεικνύει τη σημασία, η οποία αποδίδεται στην ανάγνωση και στις πολλαπλές κοινωνικές λειτουργίες της. Σημαίνει ταυτόχρονα και την πεποίθηση ότι η διάδοσή της συνιστά προτεραιότητα όχι μόνο της εκπαιδευτικής αλλά και της πολιτιστικής πολιτικής.