Όταν θέλουμε να μιλήσουμε για το πάθος της ανάγνωσης, τα ιπποτικά μυθιστορήματα στον Δον Κιχώτη είναι αναπόφευκτη αναφορά. Η ανάγνωση μπορεί να μας τρελάνει, να μας συνεπάρει, να μας κάνει να ονειρευόμαστε και να φτιάχνουμε ιστορίες.
Πρέπει λοιπόν να μάθουμε ότι τον καιρό που ο ιδαλγός μας έμενε αργός (κι αυτό συνέβαινε στο μεγαλύτερο μέρος της χρονιάς), αφοσιωνόταν στο διάβασμα ιπποτικών βιβλίων με τέτοια αγάπη κι ευχαρίστηση, που ξεχνούσε σχεδόν το κυνήγι και τη διαχείριση της περιουσίας του· και το τράβηξε τόσο στην περιέργεια και την τρέλα του, που πούλησε πολλά σιτοχώραφα για να αγοράσει ιπποτικά βιβλία, κι έτσι, κουβάλησε στο σπίτι του όσα μπόρεσε να βρει· ανάμεσα σε όλα όμως, ούτε ένα δεν του φάνηκε τόσο ωραίο, όσο εκείνα που έγραψε ο περίφημος Φελιθιάνο ντε Σίλβα, επειδή η σαφήνειά τους και οι καλοπλεγμένοι συλλογισμοί τους ήταν μαργαριτάρια για τα μάτια του. Κι ακόμη περισσότερο ενθουσιαζόταν όταν διάβαζε τα ωραία ερωτικά τους λόγια και τις προσκλήσεις, όπως για παράδειγμα: Η λογική του παραλογισμού που συμβαίνει στο λογικό μου, με τέτοιο τρόπο αδυνατίζει το λογικό μου, που είναι λογικό να παραπονιέμαι για την ομορφιά σας. Κι επίσης όταν διάβαζε: Οι ωραίοι ουρανοί που θεϊκά δυναμώνουν τη θεϊκότητά σας με τα άστρα και σας κάνουν άξια της αξίας που αξίζει η μεγαλοσύνη σας.
Με τους ωραίους αυτούς συλλογισμούς ο φτωχός ιππότης έχανε την κρίση του και κουραζόταν για να τους καταλάβει και να βγάλει κάποιο νόημα απ’ τα σπλάχνα τους, πράγμα που δεν θα μπορούσε να το βγάλει ή να το καταλάβει ούτε κι ο Αριστοτέλης ο ίδιος, αν ξαναζωντάνευε αποκλειστικά γι’ αυτήν τη δουλειά. Δεν ήταν και πολύ σύμφωνος με τα χτυπήματα και τις πληγές που έδινε και δεχόταν ο Δον Βελιάνης· γιατί φανταζόταν ότι, όσο επιδέξιοι κι αν ήταν οι γιατροί που τον είχαν φροντίσει, το πρόσωπο και το σώμα του θα έμεναν όλο σημάδια και ουλές. Ωστόσο, παίνευε πολύ το συγγραφέα για το ότι τέλειωνε το βιβλίο του με την υπόσχεση ότι θα συνέχιζε την ατέλειωτη ιστορία του· πολλές φορές μάλιστα, του ήρθε να πάρει την πένα και να το τελειώσει σύμφωνα με τις υποσχέσεις του συγγραφέα, και σίγουρα θα το ’κανε με επιτυχία, αν δεν τον εμπόδιζαν άλλες σκέψεις, πιο μεγάλες και επίμονες. Πολλές φορές είχε φιλονικήσει με τον εφημέριο του χωριού (που ήταν άνθρωπος σοφός, απόφοιτος της Σιγουένθα) στο εξής σημείο: ποιος ήταν καλύτερος ιππότης, ο Παλμερίνος της Αγγλίας ή ο Αμάδης ο Γαλάτης; Ο μαστρο-Νικόλας όμως, κουρέας του ίδιου χωριού, έλεγε ότι κανένας τους δεν έφτανε τον Ιππότη του Φοίβου και ότι μόνο ένας μπορούσε να συγκριθεί μ’ αυτόν, ο Δον Γκαλαόρ, αδελφός του Αμάδη του Γαλάτη, επειδή είχε μια διάθεση που προσαρμοζότανε στα πάντα και δεν ήταν τόσο στρυφνός ούτε τόσο κλαψιάρης σαν τον αδελφό του, κι επειδή την ανδρεία του τη χρωστούσε μόνο στον εαυτό του.
Με δυο λόγια, ο ιδαλγός είχε χωθεί τόσο πολύ στα διαβάσματά του, που περνούσε μ’ αυτά νύχτες ολόκληρες, από το βράδυ ώς το πρωί, και τις μέρες από το πρωί ώς το βράδυ. Και επειδή κοιμόταν λίγο και διάβαζε πολύ, το μυαλό του στέγνωσε, τόσο, που έχασε την αίσθηση της πραγματικότητας. Γέμισε τη φαντασία του μ’ ό,τι είχε διαβάσει στα βιβλία, μαγγανείες, φιλονικίες, μάχες, προκλήσεις, πληγές, πάθη, έρωτες, αναταραχές και απίθανες ακρότητες· και του καρφώθηκε τόσο πολύ στο μυαλό ότι όλη αυτή η μηχανή των ονείρων και των επινοήσεων ήταν αληθινή, που γι’ αυτόν δεν υπήρχε άλλη ιστορία πιο βέβαιη σε όλο τον κόσμο. Έλεγε ότι ο Σιντ Ρουί Ντίαθ υπήρξε πολύ καλός ιππότης, αλλά δε χωρούσε σύγκριση ανάμεσα σ’ αυτόν και στον ιππότη της Πύρινης Ρομφαίας, που με μια μόνο σπαθιά είχε κάνει δύο κομμάτια δύο αλαζόνες και τεράστιους γίγαντες. Του άρεσε ο Μπερνάρδο ντελ Κάρπιο, επειδή είχε σκοτώσει στο Ρονθεσβάγιες τον Ρολάνδο τον μαγεμένο, χρησιμοποιώντας το τέχνασμα του Ηρακλή όταν έπνιξε μες στα μπράτσα του τον Ανταίο, το γιο της Γαίας. Έλεγε τα πιο καλά λόγια για το γίγαντα Μοργκάντε, που, αν και καταγόταν απ’ αυτή τη φάρα των γιγάντων που όλοι είναι αλαζονικοί και δεν έχουν τρόπους, αυτός μόνο ήταν προσηνής και καλοαναθρεμμένος. Κυρίως όμως του άρεσε ο Ρεϊνάλδος ντε Μονταλμπάν, και ειδικά όταν τον έβλεπε να βγαίνει απ’ τον πύργο του και να ληστεύει όσους συναντούσε, και όταν έκλεψε, στην αντικρινή χώρα, το ολόχρυσο είδωλο του Μωάμεθ, όπως λέει η ιστορία του. Πρόθυμα ο ιδαλγός μας θα έδινε την οικονόμα του και καπάκι και την ανιψιά του, αν μπορούσε να δώσει μερικές γερές κλοτσιές σ’ εκείνο τον προδότη, τον Γκαλαλόν.
Τέλος, έχασε ολότελα τα λογικά του κι άρχισε να κάνει τις πιο παράξενες σκέψεις που έκανε ποτέ τρελός στον κόσμο· του φάνηκε πως ήταν πολύ επίκαιρο και απαραίτητο, τόσο για να μεγαλώσει τη φήμη του, όσο και για να υπηρετήσει την πολιτεία, να γίνει πλανόδιος ιππότης· να γυρίζει σε όλο τον κόσμο με τα όπλα του και το άλογό του, αναζητώντας περιπέτειες και κάνοντας ό,τι είχε διαβάσει πως έκαναν οι πλανόδιοι ιππότες, γιατρεύοντας όλες τις αδικίες και τα παράπονα, μπαίνοντας σε περιστάσεις και σε κινδύνους που θα του χάριζαν φήμη εις τους αιώνας των αιώνων, αφού πάντα θα νικούσε.
Μιγκέλ ντε Θερβάντες, Δον Κιχώτης, τόμ. Α΄, μτφρ. Δημήτρης Ρήσος, Γράμματα, Αθήνα 1997, σ. 31-33.