Στο αμερικανικό πλαίσιο των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, η έμφαση στη σημασία της ανάγνωσης συνδέεται με την ευρύτερη διερεύνηση των ανισοτήτων στην αμερικανική ήπειρο. Η γεωγραφία της ανάγνωσης, δηλαδή η ανάλυση των αναγνωστικών πρακτικών σε σχέση με την κατανομή και τις υπηρεσίες των βιβλιοθηκών στις διαφορετικές πολιτείες, γίνεται αντικείμενο μελέτης σε μια προσπάθεια κοινωνικής παρέμβασης για τη διασφάλιση των ίσων ευκαιριών πρόσβασης.
Το 1938, ο Louis Round Wilson μελετά την περιορισμένη συγκέντρωση βιβλιοθηκών στις πολιτείες του Νότου και την συνδέει με την αργή οικονομική ανάπτυξή τους. Το έργο του αντλεί από την αναδυόμενη κοινωνιολογία των ανισοτήτων και την αναζήτηση εκπαιδευτικών πολιτικών, ικανών να εγγυώνται τη διαμόρφωση σκεπτόμενων πολιτών. Ο Wilson μελετά την ανάγνωση με βάση τρία βασικά στοιχεία: το υλικό έρεισμα, την πηγή από την οποία μπορεί κανείς να το προμηθευτεί, και τον αναγνώστη. Με άλλα λόγια, χρειάζεται να καταλάβουμε τί διαβάζει κανείς, πώς μπορεί (ή δεν μπορεί) να έχει πρόσβαση σε βιβλία και κείμενα, αλλά και την κοινωνικο-οικονομική προέλευση των αναγνωστών. Η γνώση σχετικά με ένα από τα τρία αυτά στοιχεία σημαίνει πολλά όταν συσχετίζεται με τα άλλα δύο. Άρα, επισημαίνει ότι οι αλλαγές στις αναγνωστικές πρακτικές και συνήθειες βοηθούν στην κατανόηση των ευρύτερων κοινωνικών μεταβολών.
Ο Wilson τονίζει ότι η υστέρηση σε αναγνωστικούς πόρους και υπηρεσίες εμποδίζει την καινοτομία της παραγωγής, δυσχεραίνει την ανάπτυξη της γνώσης για τα προβλήματα του Νότου αλλά και την ανάπτυξη του κριτικού στοχασμού γύρω από αυτά. Αναλύει τις ανισότητες ως προς την πρόσβαση στις βιβλιοθήκες, τη σχέση αυτών των ανισοτήτων με τον ρόλο των κοινωνικών, πολιτισμικών και εκπαιδευτικών θεσμών στην ανάπτυξη και τη διάχυση των ιδεών. Καθώς τοποθετείται ευθέως σε ένα πλαίσιο κοινωνικής παρέμβασης, η διαθεσιμότητα και η προσβασιμότητα των αναγνωστικών πόρων κεντρίζουν το ενδιαφέρον του (Karetsky 1982).