O Philippe Lejeune, με αφορμή το αφιέρωμα του περιοδικού Διαβάζω στο ημερολόγιο το 2008, απευθύνεται στο ελληνικό κοινό και καταθέτει την εμπειρία του από τη μελέτη των γαλλικών ημερολογίων.
Μπορούμε άραγε να συζητάμε σοβαρά για το ημερολόγιο… όταν δεν το γνωρίζουμε παρά μόνο μέσα από τυπωμένες εκδόσεις;
Όταν δεν έχουμε πάει ποτέ στην ίδια του τη χώρα;
Θα σκέφτεστε ότι υπερβάλλω λιγάκι…
Μπορούμε να διαβάσουμε την πλήρη έκδοση, την καμωμένη με φροντίδα, τόσο σημαντικών ημερολογίων όπως του Μπενζαμέν Κονστάν, του Αμιέλ, του Ζιντ, του Κάφκα ή της Βιρτζίνια Γουλφ —για να αναφέρω μερικά παραδείγματα— όταν δεν έχουμε αρκετή εμπειρία, για κάνουμε μία σοβαρή μελέτη γι’ αυτό το λογοτεχνικό είδος;
Η απάντηση είναι: ναι, βεβαίως.
Και είναι αυτό που δίνει αξία στις βασικές μελέτες για το ημερολόγιο της γαλλικής κριτικής παράδοσης, όπως τα βιβλία της Michèle Leleu (1952), του Alain Girard (1963) και της Béatrice Didier (1976).
Ωστόσο… το ημερολόγιο είναι μονάχα ένα «λογοτεχνικό είδος»;
Η απάντηση είναι: προφανώς όχι.
Το παρακλάδι του ημερολόγιου «λογοτεχνικό είδος» (αρχικά χωρίς τη θέληση και μετά θάνατον, το 19ο αιώνα, αργότερα πριν το θάνατο και με τη θέληση του ημερολογιογράφου) είναι ένα ορισμένο κομμάτι, καμιά φορά τεχνητό, μιας πρακτικής που αφορά εκατομμύρια ανθρώπους και που είναι τόσο μια πρακτική της ζωής όσο και μια πρακτική της γραφής.
Στη Γαλλία, η έρευνα του Υπουργείου Πολιτισμού για τις «πολιτισμικές πρακτικές» των Γάλλων έδειξε ότι 7% (το 1988), έπειτα 8% (το 1997) του πληθυσμού κάτω των 15 ετών εξάσκησαν κατά την τρέχουσα χρονιά μια πρακτική του ημερολογίου. Το ποσοστό αντιπροσωπεύει πάνω από τρία εκατομμύρια κόσμου.
Τι γνωρίζουμε γι’ αυτήν την πρακτική και τα σημάδια που αφήνει πίσω της (τετράδια και σημειωματάρια);
Στην ουσία, τίποτα! Στην πραγματικότητα υπάρχει ένα γιγάντιο χάσμα μεταξύ της έντυπης παραγωγής ημερολογίων και της πρακτικής. Και τούτο σε δύο επίπεδα, εκείνο της ποιότητας και αυτό της ποσότητας. Όσον αφορά πρώτα την «ποιότητα»: Μέχρι τη δεκαετία του 1990, το ημερολόγιο ήταν σχεδόν εξολοκλήρου χειρόγραφη πρακτική. Όταν κρατώ το ημερολόγιό μου, η γραφή μου, το μέσο που επιλέγω, ο μηχανισμός που υιοθετώ, οι διακοσμήσεις ή εικονογραφήσεις που προσθέτω, αποτελούν κομμάτι αυτού του ίχνους ζωής που θα χαρακτηρίσει τις αναμνήσεις μου. Ένα ημερολόγιο, όσο ταπεινό και απλό κι αν είναι, είναι σαν ένα έργο τέχνης, μοναδικό, διαφορετικό από τα άλλα, προσδιορισμένο από όλους τους εικαστικούς και οπτικούς του όρους. Ωστόσο, μετά το πειστήριο, όλα τα ημερολόγια μοιάζουν μεταξύ τους! Από την άλλη, είναι εξαιρετικά σπάνιο να τυπώνονται ολόκληρα τα ημερολόγια! Το ημερολόγιο της Βιρτζίνια Γουλφ έγινε γνωστό στην αρχή μέσα από αποσπάσματα επιλεγμένα από το σύζυγό της. Ο τολμηρός Ζιντ είχε ο ίδιος δημοσιεύσει το ημερολόγιό του σε μια έκδοση… προσεκτικά λογοκριμένη! Χρειάστηκε να περιμένουμε έναν αιώνα για να δούμε εκδομένο ολόκληρο το ημερολόγιο του Αμιέλ (σε 12 τεράστιους τόμους) και οι αναγνώστες που κατάφεραν να το διαβάσουν όλο πρέπει να είναι πάρα πολύ λίγοι (ειλικρινά, δεν είμαι ένας από αυτούς!). Τρεις είναι οι λόγοι που σχεδόν όλες οι εκδόσεις ημερολογίων είναι ακρωτηριασμένες. Καταρχάς, η υπερβολική έκταση του γραπτού, που συχνά ξεπερνά τις δυνατότητες της μορφής «βιβλίου». Έπειτα, η άνεση της ανάγνωσης: οι εκδότες θεωρούν απαραίτητο να αποφεύγουν τις επαναλήψεις και να συντομεύουν ό,τι τους φαίνεται λιγότερο σημαντικό. Τέλος, η λογοκρισία που ασκείται από τους οικείους του ημερολογιογράφου. Μετά το θάνατο του Jules Renard, η χήρα του έμαθε για το ημερολόγιό του, έκοψε ό,τι δεν της άρεσε, δημοσίευσε το υπόλοιπο (ευχαριστούμε πολύ!) και πέταξε το πρωτότυπο χειρόγραφο στη φωτιά: πότε δεν θα μάθουμε τι κόπηκε! Για να αναφέρουμε ένα άλλο παράδειγμα, το ημερολόγιο της Marie Bashkirtseff, που το 1887 υπήρξε μπεστ-σέλερ, ποτέ δεν εκδίδεται ολόκληρο τη σήμερον ημέρα…
Από την πλευρά της «ποσότητας», τα πράγματα είναι χειρότερα. Στη Γαλλία δημοσιεύονται κάθε χρόνο περίπου 80 ημερολόγια, είτε παλιά είτε σύγχρονα, γραμμένα στα γαλλικά. Πρόκειται για έναν ταπεινωτικό αριθμό, αν σκεφτούμε πόσοι άνθρωποι κράτησαν ημερολόγιο. Θα παρηγορούμασταν αν υπήρχε αναλογία ανάμεσα στην κορυφή του παγόβουνου και στην κάτω μεριά του που βρίσκεται μες στο νερό. Ωστόσο δεν υπάρχει! Το 85% των ημερολογίων που εκδίδονται είναι γραμμένα από άντρες, παρόλο που τα 2/3 των ημερολογιογράφων είναι γυναίκες. Οι γυναίκες γράφουν, οι άντρες δημοσιεύουν! Και οι άντρες αυτοί είναι στην πλειονότητά τους είτε συγγραφείς είτε άνθρωποι που έκαναν μια πράξη δημόσια ή έγιναν γνωστοί για κάτι. Το ίδιο ισχύει και στις ηλικίες, οι έφηβοι είναι αυτοί που περισσότερο γράφουν ημερολόγια. Όμως, με εξαίρεση την Άννα Φρανκ, πολύ σπάνια βρίσκουμε εφηβικά ημερολόγια στο βιβλιοπωλείο.
Για να γίνω πιο κατανοητός: δεν στεναχωριέμαι που δεν δημοσιεύονται όλα τα ημερολόγια! Είναι καλά έτσι. Το ημερολόγιο είναι μια πρακτική διακριτική, πολλές φορές μυστική, που συνοδεύει τις ζωές των ανθρώπων και στη συνέχεια, τον περισσότερο καιρό, χάνεται. Το μόνο που ισχυρίζομαι είναι πως, για να μιλάμε για το ημερολόγιο, δεν αρκεί να έχουμε διαβάσει βιβλία, αλλά θα πρέπει να κάνουμε επιτόπια έρευνα. Χωρίς αμφιβολία, απομακρυνόμαστε από τη λογοτεχνική κριτική, για να εισέλθουμε στην ιστορία των πολιτισμών ή σε μια μορφή ανθρωπολογίας.
Από το 1969 μέχρι το 1986, για να γράψω το Le Pacte Autobiographique και τις σχετικές με αυτό μελέτες, είχα δουλέψει μόνο με έντυπα βιβλία, όπως ήταν φυσιολογικό. Όταν, το 1987, διεύρυνα το ενδιαφέρον μου προς το προσωπικό ημερολόγιο, διαπίστωσα ότι έπρεπε να αλλάξω μέθοδο. Πώς μπορεί κανείς να γνωρίσει μία πρακτική; Αρχικά κάνοντας ερωτήσεις σε όσους την ασκούν και κατόπιν μελετώντας τα χνάρια που αυτή αφήνει.
Έτσι, η πρώτη μου μέθοδος ήταν η έρευνα. Κράτησα ημερολόγιο, εγώ ο ίδιος κρατώ ημερολόγιο: αλλά ποιος μου λέει ότι και οι υπόλοιποι κάνουν όπως εγώ; Μήπως δεν υπάρχουν τελείως διαφορετικοί λόγοι που κρατά κάποιος ημερολόγιο και τρόποι αλλιώτικοι από τους δικούς μου; Προχώρησα θέτοντας ένα ερωτηματολόγιο σε ομάδες ανθρώπων (σε γυμνάσια, λύκεια, πανεπιστήμια, ομάδες συνταξιούχων). Αυτό το ερωτηματολόγιο υπάρχει στην ιστοσελίδα μου www.autopacte.org και μπορεί κανείς με τις απαραίτητες σταθμίσεις να το χρησιμοποιήσει σε διαφορετικά συμφραζόμενα από αυτά της Γαλλίας. Η ανάλυση των αποτελεσμάτων δημοσιεύτηκε το 1990 (La Pratique du journal personnel, enquête, no 17 στο Cahiers de sémiotique textuelle, Univ. Paris-X). Μετά, προώθησα στο λογοτεχνικό τύπο ένα κάλεσμα για μαρτυρίες, με τη σκέψη να τροφοδοτηθώ από αυτές για τη μελέτη που σκόπευα να κάνω. Με μεγάλη μου έκπληξη, 47 άνθρωποι μου απάντησαν και κάθε φορά σκιαγραφούσαν σε μια αφήγηση τη ζωή τους, για να μου εξηγήσουν τη δική τους ημερολογιογραφική πρακτική. Τελικά παραιτήθηκα από το να «χρησιμοποιήσω» αυτές τις τόσο συγκινητικές μαρτυρίες και τις εξέδωσα ολόκληρες χωρίς σχόλια, μόνο με ένα θεματικό πίνακα που σχεδιάζει κατά κάποιον τρόπο το «χάρτη» αυτής της χώρας («Cher cahier…», Gallimard, 1990).
Έπειτα δοκίμασα να ανακαλύψω μόνος μου την πραγματικότητα των ημερολογίων. Αυτό σήμαινε καταρχάς σκάλισμα σε αρχεία, όπου κοιμούνται (τουλάχιστον στη Γαλλία) αναρίθμητα ημερολόγια που ποτέ κανείς δεν έχει διαβάσει. Το 1991-1992 πέρασα ένα χρόνο ψάχνοντας ημερολόγια δεσποινίδων του 19ου αιώνα. Οι κλασικές μελέτες για το ημερολόγιο παρέθεταν τέσσερα ή πέντε τέτοια ημερολόγια, πάντα τα ίδια. Εντόπισα 115 ημερολόγια και το τοπίο άλλαξε (Le Moi des demoiselles, Seuil, 1993). Αυτήν την εποχή δουλεύω ανιχνεύοντας τις αφετηρίες του προσωπικού ημερολογίου στη Γαλλία κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα: έχω εκπλαγεί από την άγνοια που με διακατείχε, και που διακατέχει τους περισσότερους από τους μελετητές, οι οποίοι ενίοτε δεν διστάζουν να κάνουν γενικεύσεις στηριζόμενοι μόνο σε μια-δυο περιπτώσεις. Πρόκειται για ένα πεδίο που μοιάζει με άγνωστη ήπειρο που πρέπει να εξερευνήσουμε…
Όσον αφορά τα σύγχρονα ημερολόγια, είναι ανώφελο να τα αναζητήσουμε σε παραδοσιακά αρχεία. Όμως υπάρχουν οργανώσεις που φυλάσσουν ημερολόγια: το 1987 ανακάλυψα την ύπαρξη του «Vivre et l’écrire», συλλόγου που βοηθά εφήβους με προβλήματα, που συγκροτήθηκε για να δέχεται τα ημερολόγιά τους (μερικά, βεβαίως) και που ένα μέρος τους είναι προσβάσιμο στους ερευνητές. Η βουτιά σε πραγματικά ημερολόγια σημερινών εφήβων, όπως έκανα εγώ, αποτελεί μια δοκιμασία (πρόκειται συχνά για εφήβους σε απόγνωση) και ταυτόχρονα ένα είδος εκτόνωσης, μιας και είναι μεγάλη η ζωντάνια, η εφευρετικότητα, η ποικιλία των γραπτών τους. Το 1992 ιδρύσαμε μαζί με κάποιους φίλους ένα σύλλογο (Association pour l’Autobiographie et le patrimoine autobiographique – APA, www.sitapa.org ), που σκοπό έχει να φιλοξενεί, να διαβάζει και να φυλάσσει τα ανέκδοτα αυτοβιογραφικά κείμενα όποιου μας τα εμπιστεύεται. Μέσα σε δεκαπέντε χρόνια δεχτήκαμε πάνω από 2500 προσκτήσεις, το 1/4 αποτελούν ημερολόγια. Όλο το υλικό φυλάσσεται στη βιβλιοθήκη μιας μικρής πόλης κοντά στη Λυών, την Ambirieu-en-Bugey. Το 1997 είχαμε την ιδέα να οργανώσουμε μια νέου τύπου έκθεση, κάτι τέτοιο δεν είχε ξαναγίνει στην Ευρώπη: μια έκθεση με πραγματικά προσωπικά ημερολόγια. Η έκθεση φιλοξενήθηκε στη δημοτική βιβλιοθήκη της Λυών, όπου εκθέσαμε 250 άγνωστα χειρόγραφα ημερολόγια (συχνά από φίλους της APA) και διάσημων ανθρώπων, έχοντας σαν οδηγό την ιστορία ενός ημερολογίου από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα του. Επειδή οι εκθέσεις είναι προσωρινές, η Catherine Bogaert κι εγώ μετατρέψαμε την έκθεσή μας σε ένα μεγάλο εικονογραφημένο βιβλίο (Un journal à soi. Histoire d’une pratique, Textuel, 2003), όπου μπορείτε να δείτε, ακόμη κι αν δεν διαβάζετε γαλλικά, την εξαιρετική γραφική και εικαστική ποικιλία των ημερολογίων. Το βιβλίο μας παρουσιάζει επίσης ένα σκιαγράφημα του ημερολογίου από την αρχαία εποχή και θίγει τις σύγχρονες μεταλλάξεις του (δηλαδή τα online ημερολόγια και τα blogs). Σε αυτές τις λίγες σειρές, σας πρότεινα περισσότερο μία μεθοδολογία παρά μια έκθεση με αποτελέσματα. Θα χρειαζόταν πιο πολύς χώρος και, προπάντων, αμέτρητες εικόνες! Παρόλα αυτά, ελπίζω να σας γέννησα την επιθυμία να περιπλανηθείτε σε αυτήν τη θαυμάσια χώρα. Πιθανώς και στην Ελλάδα να υπάρχουν πλήθος από κρυμμένα ημερολόγια που, σαν την Ωραία Κοιμωμένη, περιμένουν το γοητευτικό τους πρίγκιπα…
Philippe Lejeune, «Στη χώρα του ημερολογίου: Αναχωρήστε για εξερεύνηση!», μτφρ. Κρυσταλλία Μακατού, περ. Διαβάζω, τχ. 490 (Νοέμ. 2008) 82-85.