Στο κεφάλαιο της μελέτης του Η ποιητική της αυτοβιογραφίας ο Γρηγόρης Πασχαλίδης εισηγείται τον όρο αυτομιμητικό γένος, προκειμένου να τονιστεί με τον τρόπο αυτό το στοιχείο της αυτοαναπαράστασης που χαρακτηρίζει τις «γραφές του εγώ».
[...] στα κείμενα του αυτομιμητικού γένους ο συγγραφέας αναλαμβάνει την εκφωνητική λειτουργία είτε έμμεσα είτε άμεσα, εννοώντας ότι αυτός αυτοπροσδιορίζεται ως το υποκείμενο της εκφώνησης είτε σε παρακειμενικό είτε σε ενδοκειμενικό επίπεδο αντίστοιχα. Στην πρώτη περίπτωση, ο προσδιορισμός αυτός είναι έμμεσος στο μέτρο που επιτυγχάνεται μέσω της χρήσης τίτλων που διευκρινίζουν το είδος του κειμένου, π.χ. τίτλοι όπως Η Ζωή μου, Αυτοβιογραφία, Ημερολόγιο κ.λπ. Αυτή η πρακτική τιτλοφόρησης χαρακτηρίζει όλα τα είδη του αυτομιμητικού γένους και κυριαρχεί σε όλες τις ιστορικές περιόδους της εξέλιξης τους. Στη δεύτερη περίπτωση, ο παραπάνω προσδιορισμός γίνεται είτε στον πρόλογο είτε στην αρχή του κειμένου, με τη δήλωση της ταυτωνυμίας εκφωνητή και συγγραφέα.
Τα δύο αυτά υποκείμενα, δηλαδή ο συγγραφέας ως το γράφον υποκείμενο και ο εκφωνητής ως το υποκείμενο του λόγου, αν και συνδέονται μ’ αυτή την υπαρξιακή σχέση, δεν μπορούν ποτέ να συμπτυχθούν σε μία ενιαία οντότητα, αλλά παραμένουν διακριτά και διαχωρισμένα εξαιτίας της ρήξης μεταξύ πραγματικότητας ή «Είναι» από τη μία, και σημασίας ή «νοήματος» από την άλλη. Το μεν υποκείμενο του λόγου λειτουργεί ως σημαίνον, το δε γράφον υποκείμενο αποτελεί —μέσω του παραπάνω προσδιορισμού— το αναφερόμενό του. Το γλωσσικό πρότυπο του προφορικού λόγου, όπως το ορίζει ο E. Benveniste —«το Εγώ είναι το άτομο που εκφωνεί τον παρόντα λόγο ο οποίος περιέχει τη γλωσσική στιγμή “Εγώ”»—, τείνει να επισκιάσει αυτή την ασυναίρετη απόσταση και διάζευξη μεταξύ του γράφοντος υποκειμένου και του «εγγεγραμμένου» υποκειμένου. Ο εμπειρικός τρόπος ορισμού αυτών των κειμένων ως «αυτογράφων», που χαρακτηρίζει τόσο τους παραδοσιακούς ορισμούς όσο και νεώτερους, όπως εκείνον του Lejeune, τείνει να συσκοτίσει εντελώς αυτή τη θεμελιακή διάκριση, στο βαθμό που αμφότεροι εστιάζονται στο να τονίσουν την ταύτιση μεταξύ των δύο αυτών υποκειμένων.
Μ’ αυτό τον τρόπο, αυτοί οι ορισμοί ουσιαστικά συντηρούν και ενισχύουν αυτό που αποτελεί το θεμελιακό χαρακτηριστικό, το στοιχειακό ιδεολόγημα του συστήματος εκφώνησης και λόγου αυτών των κειμένων. Δηλαδή, το γεγονός ότι αυτό το σύστημα είναι οργανωμένο πάνω στη συγκάλυψη του χαρακτήρα του ως αναπαράσταση, ως συμβολική και συμβατική διαμεσολάβηση, ενώ αντίθετα προτείνει το «εγώ» του εκφωνητή ως την άμεση, φυσική παρουσία του γράφοντος υποκειμένου, καθώς και το λόγο του ως «φωνή ζώσα». Έτσι, η εκφωνητική στιγμή δομείται ως ένας εγγαστριμυθισμός, και το κείμενο ως ένας φωνογραφικός μηχανισμός που αναπαράγει τον ενεστωτικό, αυθεντικό λόγο ενός αυτοσκοπούμενου Υποκειμένου. Αυτό το σύστημα λόγου είναι συνεπώς αυτομιμητικό, με την έννοια ότι είναι οργανωμένο ως ακριβές και πιστό είδωλο, ως ομοίωση του λόγου του γράφοντος υποκειμένου, έχοντας ως άξονά του τη χρήση και την έκθεση του «εγώ» του εκφωνητή ως σημείου σύμπτωσης και σύντηξης του σημαίνοντος με το αναφερόμενό του.
Από την άλλη, η έννοια της μίμησης έχει από τον Αριστοτέλη και μετά τη σημασία της αναπαράστασης και, πιο ειδικά, του τρόπου εκφώνησης που εντοπίζουμε σ’ ένα λογοτέχνημα. Όπως παρατηρεί ο Genette, «αυτό που ο Αριστοτέλης αποκαλεί “τρόπον του μιμείσθαι” ισοδυναμεί με τη “λέξιν” του Πλατωνα… και δεν πρόκειται για τη “μορφή” με την παραδοσιακή σημασία (π.χ., πεζό/στίχοι) αλλά για καταστάσεις εκφώνησης». Η επιλογή μου για τον όρο «αυτομιμητικός λόγος» υπαγορεύτηκε λοιπόν από τη δυνατότητά του να συνδηλώνει ταυτόχρονα δύο αντιφατικές σημασίες. Από τη μία, την απάρνηση της αναπαράστασης και την παρουσίαση του λόγου ως άμεσης, φυσικής και αδιαμεσολάβητης «φωνής ζώσας», και από την άλλη, την έμφαση στον αναπαραστατικό, διαμεσολαβημένο χαρακτήρα αυτού του λόγου. Ταυτόχρονα δηλαδή το φωνοκεντρικό ιδεολόγημα αυτού του λόγου και την αναίρεσή του, την αποκάλυψή του ως ενός ιδιαίτερου σημασιολογικού καθεστώτος, ως μια ιδιάζουσας σημαίνουσας συνθήκης και πρακτικής. Αυτή η αμφισημία διατηρεί και καταδηλώνει τη θεμελιακή αμφιρρέπεια του αυτομιμητικού λόγου, ο οποίος σκηνοθετεί τη Φωνή και την Παρουσία του υποκειμένου μέσω και εντός ενός χώρου, του χώρου της γραφής, όπου κάθε Φωνή και Παρουσία καταργείται.
Η κυρίαρχα αυτοαναπαραστατική πρόθεση ή σκοπιμότητα των κειμένων που ανήκουν στο αυτομιμητικού γένος είναι, στις περισσότερες περιπτώσεις, ρητά δηλωμένη. Η προοιμιακή εξαγγελία του Rousseau, ότι ο σκοπός του είναι «να παρουσιάσει τον εαυτό [του]» είναι χαρακτηριστική του τρόπου με τον οποίον δηλώνεται η συγγραφική πρόθεση στην αυτοβιογραφία. Συνοπτικά, μπορούμε να πούμε ότι η κυρίαρχη γενική θεματική του αυτομιμητικού γένους είναι η καταγραφή ή / και απογραφή της βιωματικής, συναισθηματικής και διανοητικής διάστασης του υποκειμένου. Αυτή η θεματική δεν σημαίνει ότι τα κείμενα αυτά αναλώνονται σε μιαν αδιάκοπη αυτοαναφορικότητα ή ότι περιορίζονται σε θέματα που αντλούνται αποκλειστικά από την προσωπική ζωή του συγγραφέα. Η αναγνωστική εμπειρία μας από τα κείμενα αυτού του γένους μας οδηγεί μάλλον στην επισήμανση ότι, κατά κανόνα, η αυτοβιογράφηση συμπλέκεται με την ετεροβιογράφηση, οι προσωπικές αναμνήσεις συναρθρώνονται με ενθυμήσεις ιστορικών γεγονότων, ενώ στο προσωπικό ημερολόγιο η καθημερινή καταγραφή του εαυτού συνδυάζεται με την περιγραφή, το χρονικό και την υπόμνηση. Αυτή η ετερόκλητη θεματική ωστόσο, δεν ανταγωνίζεται ούτε υπομονεύει το αυτοαναπαραστατικό αποτέλεσμα αυτών των κειμένων, καθώς η παρουσία του αυτομιμητικού λόγου την υποβάλλει σε μια θεμελιακή και καθολική σημασιολογική αναγωγή, κατά την οποία κάθε είδος ετερο-αναφοράς λειτουργεί και διερμηνεύεται ως αυτο-αναφορά, κάθε αναπαράσταση μετασχηματίζεται και εξυπηρετεί την αυτο-αναπαράσταση. Αυτόν τον κυρίαρχο και βασικό τρόπο σημασιολογικής αναγωγής κάθε αυτομιμητικού κειμένου τον αποκαλώ αυτοαναπαραστατική λειτουργία. Στη βάση της ορολογίας που έχει ήδη χρησιμοποιηθεί, μπορούμε να την ορίσουμε ως τη διαδικασία εκείνη με την οποία, στα πλαίσια του αυτομιμητικού λόγου, κάθε είδος εκφωνήματος θεωρείται ανάπτυγμα της πράξης της εκφώνησής του.
Με άλλα λόγια, τα κείμενα του αυτομιμητικού γένους διέπονται από μια βασική και χαρακτηριστική ισοτοπία, εκείνη που εξισώνει το υποκείμενο της εκφώνησης με το εκφώνημα, τον εκφωνητή με το λόγο του. Ο τελευταίος λειτουργεί λοιπόν ως κατοπτρική, απεικονιστική επιφάνεια μιας υποκειμενικότητας. Η γλώσσα του κειμένου, ανεξάρτητα από το αν παρουσιάζει τα συμπτώματα ενός προσωπικού ιδιώματος ή όχι, αποκτά επιγενετικά τις ιδιότητες του ύφους, στο μέτρο που γίνεται αντικείμενο μιας μοναδικής ιδιοποίησης ή, ορθότερα, στο βαθμό που τίθεται και σημασιοδοτείται ως μια αυτοπαθής γλώσσα, ως το πεδίο προβολής και εμφάνισης μιας αυτοοριζόμενης μοναδικότητας, εκείνης του αυτοαναπαριστώμενου υποκειμένου.
Γρηγόρης Πασχαλίδης, Η ποιητική της αυτοβιογραφίας, Σμίλη, Αθήνα 1993, σ. 42-45.