Η Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου στην Αυτοβιογραφία της εκμυστηρεύεται τις σκέψεις της, ομολογεί τους φόβους της και αποφασίζει να καταγράψει έναν διάλογο που είχε συνθέσει ως τεκμήριο της πνευματικής της εξέλιξης.
Εγώ λοιπόν ακολουθούσα με τον ίδιον πόθον να σπουδάζω, και δεν είχα εις τον νουν μου άλλον συλλογισμόν παρά μόνον τα γράμματα, και το μοναστήρι. Τότε τη αληθεία ήρχισα να περνώ μίαν ζωήν ευτυχεστάτη· κανένα πάθος δεν εβασάνιζε την ψυχήν μου, καμμία αρρωστία δεν ετυραννούσε το σώμα μου, εγώ απαθής και υγιής εστοχαζόμουν πώς είχα να ζήσω μακράν από τους θορύβους του κόσμου, εστοχαζόμουν πώς είχα να μεταγλωττίσω εις το απλόν πολλά ψυχωφελή συγγράμματα, και να τα κάμω να τυπωθούν προς κοινήν ωφέλειαν, και προς εδικόν μου μνημόσυνον, εστοχαζόμουν τέλος πάντων πώς είχα ν’ απεράσω την πλέον τιμίαν, την πλέον ενάρετον, την πλέον ήσυχον ζωήν και εγροίκαα εις τον εαυτόν μου μίαν μεγαλωτάτην ευχαρίστησιν, την οποίαν ημπορώ βεβαίως να εξηγήσω, αλλά τούτη η ευτυχία δεν έμελλε να ήναι πολυκαιρινή, επειδή και το πάθος του φόβου ήλθε να μου την συγχύση· ένας κεραυνός έπεσεν εις ένα ’σπήτι και έκαυσε μίαν κόρην, εγώ προτήτερα δεν εφοβόμουν τους κεραυνούς, διατί έλεγα πως οι κεραυνοί καταφλογίζουν τους κακούς και ασεβείς ανθρώπους, και πως εκείνοι οπού είναι ενάρετοι και ευρίσκονται εις την χάριν του Θεού δεν έχουν χρείαν από μίαν τοιαύτην τρομεράν και θεϊκήν μάστιγα, αλλά εις το να ιδώ μίαν κόρην καθαράν, από κεραυνόν φλογισμένην, εσύγκρινα τον εαυτόν μου με τον εαυτόν της, εστοχάσθηκα πως καθώς έκαυσεν εκείνην ο κεραυνός ούτως ημπορούσε να καύση και εμένα και εσυνέλαβα ένα τοιούτον φόβο όπου έφθασα να τρέμω όταν εβροντούσε και όταν άστραπτε. Αλλοίμονον! η δυνατή φαντασία μ’ έκαμνε να θεωρώ σιμά ένα κακόν οπού ήτον πολλά μακράν από εμένα. Εγώ όταν εβροντούσεν είδα πολλαίς φοραίς με τα μάτια της φαντασίας αναμμένην την κάμεράν μου από αστροπελέκι και τον εαυτόν μου μεταβαλμένον εις κόνιν. Τούτος ο μεγάλος φόβος μού εβάσταξε έως τρεις χρόνους εις το τέλος των οποίων, μίαν ημέραν οπού ήρχισε να συγνεφιάζη επαρακάλεσα την Θεοτόκον να μου δώση δύναμιν να μη τρομάξω εις την λάμψιν των αστραπών, και από το άλλο μέρος δεν άφησα την φαντασίαν να μου παραστήση το τρομερόν θέαμα του καυσίματος του κεραυνού, όθεν χάριτι θεία έγειναν πολλαίς βρονταίς και αστραπαίς χωρίς ν’ ακούσω τα μέλη μου να τρεμουλίσουν από τον φόβον. Από τότε τόσον εξεφοβήθηκα ένα τέτοιο πράγμα οπού έφθασα να κάθουμαι όταν αστράπτη εις το παράθυρον δια να βλέπω ταις αστραπαίς.
Εις εκείναις ταις ημέραις οπού εξ αιτίας του καύσιμου της άνω ειρημένης κόρης εγώ εφοβήθηκα τόσον τους κεραυνούς, μίαν βραδίαν με έπιασαν (ίσως από ψύχραν) εις όλον μου το κορμί τόσοι πόνοι οπού δεν ημπορούσα να κινήσω μήτε το χέρι μου, μήτε το πόδι μου, όθεν βοηθούμενη από την μητέρα μου έπεσα εις το κρεββάτι, εις το οποίον η δυστυχής εγόγγυζα χωρίς να δυνηθώ να εύρω τελείως αναπαήν. Έπειτα από το μεσάνυκτον οι πόνοι με απαράτησαν και εγώ έμεινα υγιής ωσάν το πρώτον. Την ερχόμενην ημέραν αγκαλά και αισθανόμουν πολλά καλά, οι γονείς μου όμως φοβούμενοι έκραξαν ιατρόν, μου έδωσαν ιατρικόν και εγώ ηναγκάσθηκα να σταθώ χωρίς εργόχειρον, μην έχωντας λοιπόν το τι να κάμω, άρχισα να στοχάζωμαι και μου ήλθεν εις τον νουν να συνθέσω ένα διάλογον, και τον εσύνθεσα. Έως τότε δηλαδή, έως τον δέκατον έννατον χρόνον της ηλικίας μου δεν είχα ακόμη διαβασμένην καμμίαν τέχνην, καμμίαν επιστήμην, η σπουδή μου δεν ήτον άλλο τίποτες παρά κομμάτι Ελληνική και κομμάτι Ιταλική γλώσσα, και κάμποσαις ιδέαις οπού έλαβα από διαφόρους περιφήμους συγγραφείς, όθεν μου φαίνεται πως δεν κάμνω κακά εάν αντιγράψω αυτόν τον διάλογον έτσι κακά πως είναι, χωρίς καμμίαν διόρθωσιν μήτε καν εις την ορθογραφίαν διά να δείξω πάλιν εις ποίον βαθμόν δύναται να φθάση η δύναμις της φύσεως, όταν η μαύρη δεν έχει την βοήθειαν της τέχνης.
Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία, επιμ. Βαγγέλης Αθανασόπουλος, Ωκεανίδα, Αθήνα 1999, σ. 100-102.