Αναμνήσεις από τον Παπαδιαμάντη

Νιρβάνας Παύλος

Ο Παύλος Νιρβάνας στο κεφάλαιο με τον τίτλο «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης» των Φιλολογικών απομνημονευμάτων καταθέτει τις αναμνήσεις του που αφορούν τον σκιαθίτη πεζογράφο και μεταφραστή. Το κείμενο ξεκινά με την περιγραφή της πρώτης τους γνωριμίας, η οποία δίνεται μέσα από το παιδικό βλέμμα, χωρίς όμως να απουσιάζουν τα σχόλια του μεσήλικα αφηγητή.

Σε μια, αναλλοίωτη, πάντα την ίδια, εικόνα μου τον ξαναφέρνει η φαντασία μου τον ασύγκριτο συγγραφέα των απλών και ταπεινών ανθρώπων. Σκυφτός, με τα χέρια σταυρωμένα εμπρός, προχωρεί βιαστικά στο πεζοδρόμιο της λεωφόρου Αμαλίας, σαν ανήσυχος να προφτάσει κάποιον, που φεύγει μπροστά του. Όπως τον είδα, δηλαδή, ένα φθινοπωρινό δειλινό μακρινής ημέρας.

— Για πού τόσο βιαστικός, Αλέξανδρε;

— Πάω να προφτάσω τον Ήλιο…

Κλεισμένος μέσα στα γραφεία της Ακροπόλεως, ως τις βραδινές ώρες, για να προφτάσει μια αχάριστη μεταφραστική εργασία, που έπρεπε να την παραδώσει εγκαίρως στο αχόρταγο πιεστήριο, δεν πρόφτανε ποτέ τον ήλιο στο στερέωμα. Και, σκολάζοντας λίγο νωρίτερα, τη μέρα εκείνη, έτρεχε να χαρεί τις τελευταίες του αχτίδες έξω στο Ζάππειο, κάτω από την Ακρόπολη, στο τελευταίο σημείο, που θα μπορούσε ίσως να προφτάσει ακόμα τον ουράνιο ταξιδιώτη, όπως τρέχει κανένας, την τελευταία στιγμή, να ξεπροβοδίσει στο λιμάνι ένα φίλο, που δεν τον πρόφτασε στο σπίτι του ή στο δρόμο.

Όλη η ζωή του Παπαδιαμάντη στάθηκε ένα ανήσυχο περπάτημα προσκυνητού προς κάποια μελαγχολικά ηλιοβασιλέματα, που φεύγουν και χάνονται.

Τον γνώρισα παιδάκι, χωρίς να υποπτεύομαι ακόμα την πρώτη μεγάλη γνωριμία, που είχα αξιωθεί να κάμω στη ζωή μου. Ήμουν μαθητής στο Γυμνάσιο του Πειραιώς και ένας πρώτος ξάδερφός μου, ο Φίλιππος Καμβαΐλιας, μηχανικός τότε στο Π. Ναυτικό, που μ’ έπαιρνε κάποτε μαζί του, μου είπε μια Κυριακή απόγευμα.

— Έλα μαζί μου να πάμε στον κύριο Αλέξανδρο. Διάβασε το ποίημά σου και θέλει να σε γνωρίσει…

Καλά καλά δεν ήξερα ποιος ήτανε ο Κύριος Αλέξανδρος. Ήτανε κάποιος πατριώτης μας —Σκιαθίτες και Σκοπελίτες λογαριάζονται σαν πατριώτες— για τον οποίον μιλούσε πότε πότε ο εξάδελφός μου, παλιός του συμμαθητής, όπως μιλούν για τους ανθρώπους, που παραστρατήσανε στη ζωή τους. Σε μένα τον ίδιον είχε πει κάποτε:

— Κρίμα στον άνθρωπο! Πρώτος μαθητής ήτανε στην τάξη. Και με τα γερά ελληνικά, που ήξερε αυτός, μπορούσε να είναι σήμερα καθηγητής του Πανεπιστημίου. Τώρα κάθεται και γράφει παραμύθια σαπέρα. Χαμένος πάει…

Μιλούσε με πραγματικό πόνο ο ξάδελφός μου, για το συμμαθητή και φίλο του, που δεν είχε αξιωθεί να γίνει ούτε μηχανικός του Πολεμικού Ναυτικού και περνούσε τον καιρό του στους καφενέδες, γράφοντας «παραμύθια σαπέρα», δηλαδή του σωρού, όπως λένε στον τόπο μας. Με όλα αυτά του είχε κάποια υπόληψη ακόμα και μου είχε δώσει να καταλάβω, πως, για να ζητήσει να με γνωρίσει ένας άνθρωπος, που ήξερε τόσο γερά ελληνικά, αυτό ήτανε πάντα μια τιμή για μένα.

— Του άρεσε, φαίνεται, η γλώσσα σου… μου είπε.

Αλίμονο! Το ποίημα, που έγινε αφορμή της γνωριμίας μου με τον Παπαδιαμάντη, ήτανε ένα άθλιο ελεγείο σε καθαρεύουσα, που, μαθητής εγώ της δευτέρας του γυμνασίου, είχα εκφωνήσει στην κηδεία της γυναίκας του γυμνασιάρχη μου, του ιστορικού Γεωργίου Κρέμου, που ζούσε, ακόμα γεμάτος νεανικούς ενθουσιασμούς, ως τα τελευταία χρόνια, στην Καλλιθέα και που δεν ξεχνούσε, οσάκις τύχαινε να με συναντήσει, τη μαθητική μου αυτή ευλάβεια στην αγαπημένη του νεκρή. Το ποίημα αυτό είχε δημοσιευθεί στην Παλιγγενεσία, που ο διευθυντής της συγγένευε με την οικογένεια Κρέμου, τιμή εξαιρετική για έναν μικρό μαθητή. Δε φαντάζομαι, πως το παιδιάτικο αυτό στιχούργημα μπορούσε να κάνει άλλη εντύπωση στον Παπαδιαμάντη, από την εντύπωση, ότι ένα «πατριωτάκι του έγραφε τόσο πρώιμα στίχους. Εγώ πάλι, που οι μόνες μου φιλολογικές γνωριμίες, την εποχή εκείνη, ήτανε ο Αχιλλεύς Παράσχος και ο Βασιλειάδης, δεν είχα διαβάσει τίποτε του Παπαδιαμάντη. Πήγαινα, λοιπόν, να τον γνωρίσω σαν έναν πατριώτη και φίλο του ξαδέλφου μου, χωρίς καμιά ξεχωριστή συγκίνηση, εκτός από τη φυσική μου συστολή για κάθε είδος γνωριμίας.

Ο ξάδελφός μου με πήρε, ωστόσο, και με κουβάλησε σ’ ένα καφενείο, στην οδόν Καλαμιώτη, κοντά στην Καπνικαρέα, που βρισκότανε, όπως θυμάμαι, κολλητά σ’ ένα παπλωματάδικο. Ήτανε το «σκιαθίτικο καφενείο», όπως το ’λεγαν οι πατριώτες μας, όπου σύχναζε φαίνεται, τον καιρό εκείνο, κι ο Παπαδιαμάντης. Προχωρήσαμε στο βάθος του καφενείου και σταματήσαμε σ’ ένα τραπέζι, όπου ένας κακοντυμένος άνθρωπος με άταχτα γένια, που δε μου ’κανε καμιά εντύπωση, ήτανε καθισμένος με δυο τρεις άλλους καπεταναίους. Ο εξάδελφός μου με παρουσίασε πρώτα στον άνθρωπο με τα γένια —τον κύριο Αλέξανδρο— και ύστερα στους άλλους. Με δεχτήκανε όλοι εγκάρδια, χαϊδεύοντάς με στις πλάτες και παράγγειλαν να μου φέρουν λουκούμι. Αφού με ρώτησαν για τον πατέρα μου, για τη μητέρα μου, για τα μαθήματά μου, ο Παπαδιαμάντης μου είπε με μια συμπάθεια, που με συγκίνησε βαθιά και που δεν ήτανε, βέβαια, παρά μια χριστιανική συγκατάβαση.

— Ώστε δικό σου λοιπόν, ήτανε το ποίημα, παιδί μου. Έλεγα κι εγώ… Το πατριωτάκι μας να είναι τάχα; Όταν μου το ’πε ο Φίλιππος, τον παρακάλεσα να σε φέρει να σε γνωρίσουμε κ’ εμείς σαν πατριώτες.

— Ευχαριστώ… ψιθύρισα δειλά.

— Ε, μπράβο σου, παιδί μου… μου ξαναείπε. Να καταγίνεσαι.

— Τα μαθήματά του να κοιτάξει τώρα… είπε αυστηρά ο ξάδελφός μου.

Ο Παπαδιαμάντης προσπάθησε να μου δώσει θάρρος.

— Και τα ποιήματα μαθήματα είναι… είπε χαϊδεύοντάς μου το κεφάλι.

Όταν φύγαμε από το καφενείο, ο ξάδερφός μου μου ’δωκε μερικές πληροφορίες ακόμα για το φίλο του και συμμαθητή του.

— Αυτός, λοιπόν, είναι ο Αδαμαντιάδης, που έλεγα στον πατέρα σου.

— Αδαμαντιάδης; ρώτησα.

— Έτσι ήτανε γραμμένος στο σχολείο... μου εξήγησε. Παπαδιαμάντης, λεγότανε, όταν ήρθε όμως να γραφτεί στο σχολείο, ο δάσκαλος του είπε, πως δεν μπορεί να τον γράψει με το χυδαίο αυτό όνομα. Τον ρώτησε, πως λέγεται ο πατέρας του. Και άμα έμαθε πως λεγότανε Διαμαντής, τον έγραψε στους καταλόγους: Αλέξανδρος Αδαμαντιάδης. Δεν του άρεσε όμως, φαίνεται, το όνομά του. Και όταν βγήκε από το σχολείο, ξαναπήρε το παλιό του όνομα. Ένα όνομα σαπέρα…

Ήτανε η συνήθεια των παλιών δασκάλων να εξελληνίζουν τα ονόματα των μαθητών. Στην ωραία αυτή συνήθεια οφείλω κι εγώ το πραγματικό μου οικογενειακό όνομα. Ο πατέρας μου, όταν, φεύγοντας παιδί από τη Σκόπελο, πήγε να σπουδάσει στη Θεσσαλονίκη, λεγότανε Κωνσταντίνος Κουμιώτης. Ο δάσκαλός του, ο Αστέριος Φιλιππίδης, δε δέχτηκε κ’ εκείνος να τον γράψει με το χυδαίο αυτό όνομα. Και, επειδή ο πατέρας του ονομαζότανε Αποστόλης, τον έκαμε Αποστολίδη. Ο πατέρας μου έκανε το λάθος να κρατήσει το άψυχο αυτό όνομα. Αν ξανάπαιρνε το οικογενειακό του όνομα, δε θα γύρευα κ’ εγώ ψευδώνυμο. Και, αντί να υπογράφομαι σήμερα: Παύλος Νιρβάνας, θα υπογραφόμουν: Πέτρος Κουμιώτης. Ο Παπαδιαμάντης στάθηκε σοφότερος από τον πατέρα μου. Ο Αδαμάντιος Αδαμαντιάδης δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι ποιητής της «Φόνισσας».

Παύλος Νιρβάνας, Φιλολογικά απομνημονεύματα, επιμ. Κώστας Καφαντάρης, Οδυσσέας, Αθήνα 1988, σ. 95-98.

Λογοτεχνικά κείμενα
Κριτικά κείμενα