Ο Κοραής στην αρχή του σύντομου αυτοβιογραφικού του σημειώματος αναφέρεται στην αμηχανία που του προκαλεί το είδος αυτό της γραφής. Έτσι, η αφήγηση των πρώτων χρόνων της ζωής του επικεντρώνεται στους όρους και τις συνθήκες της εκπαίδευσής του.
«Ου γαρ, ως σοι ηδύ εστι το των σων κινδύνων μεμνήσθαι,
ούτω και τοις άλλοις ηδύ εστι το των σοι συμβεβηκότων ακούειν».
Επικτ. Εγχειρίδιον ΧΧΧΙΙΙ, §14.
Ένας από τους συμπολίτας μου Χίους φίλους, νέος χρηστός (ο Ευστράτιος Ράλλης, αν δεν με πλανά η μνήμη), μ’ ερωτούσε μίαν των ημερών ευρισκόμενος εις τους Παρισίους, αν εφρόντισα να γράψω τον βίον μου. Η ερώτησις μ’ εφάνη παράξενος· πιθανόν ότι παράξενον έκρινε κ’ εκείνος την απόκρισίν μου.
Όστις ιστορεί τον ίδιον βίον, χρεωστεί να σημειώση και τα κατορθώματα και τα αμαρτήματα της ζωής του, με τόσην ακρίβειαν, ώστε μήτε τα πρώτα να μεγαλύνη, μήτε τα δεύτερα να σμικρύνη, ή να σιωπά παντάπασι· πράγμα δυσκολώτατον, διά την έμφυτον εις όλους μας φιλαυτίαν. Όστις αμφιβάλλει περί τούτου, ας κάμη την πείραν να χαράξη δύο μόνους στίχους της βιογραφίας του, και θέλει καταλάβειν την δυσκολίαν.
Κατορθώματα του βίου μου, άξια λόγου, δεν έχω να απαριθμήσω· τα αμαρτήματά μου ήθελα μετά χαράς δημοσιεύσειν, αν έκρινα, ότι έμελλε να διορθώση κανένα η δημοσίευσις. Γράφω λοιπόν απλά τινά της ζωής μου συμβάματα· και τούτο όχι δι’ άλλο (μαρτύρομαι την ιεράν αλήθειαν), πλην διά να επανορθώσω τινά σφάλματα εκείνων, οι οποίοι και ζώντα ακόμη (δεν εξεύρω διά ποίαν αιτίαν) ηθέλησαν να με βιογραφήσωσιν.
Εγεννήθην πρωτότοκος την 27 Απριλίου του 1748 έτους εις την Σμύρνην, από τον Ιωάννην Κοραήν Χίον την πατρίδα, και την Θωμαΐδα Ρυσίαν, Σμυρναίαν. Από τα οκτώ των τέκνα, έμεινα εγώ και ο τρία έτη νεώτερός μου αδελφός Ανδρέας. Ο πατήρ μου δεν ευτύχησε να λάβη παιδείαν, όχι μόνον διότι όλον το έθνος ήτο τον καιρόν εκείνον απαίδευτον (παρεκτός ολίγων στολισμένων με ψευδοπαιδείαν πλέον παρά με αληθινήν παιδείαν), αλλά και διότι είχε μείνειν ορφανός εις παντάπασι τρυφεράν ηλικίαν. Η μήτηρ μου έλαβεν ελευθεριωτέραν ανατροφήν, διότι ευτύχησε να έχη πατέρα Αδαμάντιον τον Ρύσιον, τον σοφώτατον εκείνου του καιρού εις την ελληνικήν φιλολογίαν άνδρα, όστις απέθανεν έν έτος (1747) προ της γενέσεώς μου. Αυτός εχρημάτισεν έτι νέος ων διδάσκαλος της Ελληνικής φιλολογίας εις την Χίον, μετά ταύτα ήλθεν εις Σμύρνην όπου ενυμφεύθη χήραν τινά Αγκυραιήν. Ούτος μη γεννήσας αρσενικόν, επαρηγόρησε την αποτυχίαν του, σπουδάσας να αναθρέψη ως υιούς, τας τέσσαρας θυγατέρας του, Θωμαΐδα την μητέρα μου, και τας τρεις αυτής αδελφάς, Αναστασίαν, Θεοδώραν και Ευδοκίαν. Η κατάστασις του γένους ήτο τοιαύτη τότε, ώστε εις την μεγαλόπολιν Σμύρνην, μόναι σχεδόν αι θυγατέρες του Ρυσίου ήξευραν να αναγινώσκωσι και να γράφωσι· παρά την ανάγνωσιν και την γραφήν εδιδάχθησαν (πολλά ολίγον όμως) και την ελληνικήν γλώσσαν. Η Θεοδώρα, σοφωτέρα παρά τας άλλας, απέθανε παρθένος από το θανατικόν. Η μήτηρ μου εκαταλάμβανεν ικανώς του παρακμάζοντος Ελληνισμού τα συγγράμματα.
Της μητρός μου η παιδεία δεν ήθελ’ αρκέσειν να παιδεύση εμέ και τον αδελφόν μου, αν δεν εσύντρεχαν άλλαι περιστάσεις αι εξής.
Ο πατήρ μου, αν και στερημένος παιδείας, ήτο στολισμένος από την φύσιν με νουν οξύτατον, και άλλα της φύσεως δωρήματα πολλά· ώστε εκατάλαβεν, ότι μόνη η παιδεία τελειοποιεί τα δώρα της φύσεως, και επυρώθη με τον έρωτα της παιδείας· αλλά μη δυνάμενος πλέον να την αποκτήση σχολικώς, ανεπλήρωσε την έλλειψιν, συχνάζων όπου εύρισκε κανένα λόγιον άνδρα, διά να ποτίζη την δίψαν του με την ακρόασιν της παλαιάς Ελληνικής σοφίας. Παρά την φυσικήν οξύνοιαν, είχε και το χάρισμα του λόγου, ως το έδειξεν η έπειτα πολιτική διαγωγή του, εις των κοινών την διοίκησιν, όσην εσυγχώρουν εις τους τυραννουμένους οι τύραννοι. Όλη του η ζωή εδαπανήθη εις την φροντίδα του κοινού με ζημίαν της ιδίας του ουσίας. Οκτάκις ή δεκάκις εκλέχθη δημογέρων· δεν επέρασεν έτος, εις το οποίον δεν ήτον ή δημογέρων, ή επίτροπος της εκκλησίας, ή του νοσοκομείου, ή πρωτομαγίστωρ του συστήματος των Χίων εμπόρων. Παρά τας φροντίδας ταύτας, όσοι είχαν διχονοίας εμπορικάς, οικιακάς, ή άλλας οποιασδήποτε διαφοράς, εις τον πατέρα μου κατέφευγαν, ως μόνον ικανόν να τας διαλύση με την εμπειρίαν του, και να ειρηνοποιήση τους διαφερομένους με την έμφυτον ρητορείαν. Διά ταύτα του τα προτερήματα είχε τον εκλέξειν γαμβρόν ο μητρικός μου πάππος, παραβλέψας πολύ πλουσιωτέρους και την τύχην και την υπόληψιν παρά τον πατέρα μου επιθυμητάς της συγγενείας του γαμβρούς.
Πυρωμένος από τόσον έρωτα παιδείας ο πατήρ μου, ακόλουθον ήτο να φροντίση την παιδείαν των τέκνων του. Αν ο πάππος μου έζη ακόμη, εις εκείνον αδιστάκτως ήθελεν εμπιστευθήν την φροντίδα· αλλ’ ο θάνατος εκείνου τον ηνάγκασε να μας παραδώση εις το τότε προ μικρού συσταθέν ελληνικόν σχολείον από άνδρα Χίον, Παντολέοντα τον Σεβαστόπωλον, το οποίον εσχολαρχείτο τότε από Μοναχόν τινα, Ιθακήσιον την πατρίδα. Ο διδάσκαλος και το σχολείον, ωμοίαζαν όλους τους αλλού διδασκάλους και τα σχολεία της τότε Ελλάδος, ήγουν έδιδαν διδασκαλίαν πολλά πτωχήν, συνωδευμένην με ραβδισμόν πλουσιοπάροχον. Τόσον άφθονα εξυλοκοπούμεθα, ώστε ο αδελφός μου μην υποφέρων πλέον, παραιτήθη την ελληνικήν παιδείαν και παρά γνώμην των γονέων μας.
Δύο μάλιστα αιτίαι ισχυροποίησαν την ιδικήν μου υπομονήν· έρως παιδείας και έρως τιμής. Ο έρως της παιδείας δεν ήτον ολιγώτερον βίαιος παρά τον ιδίως ονομαζόμενον έρωτα. Tης τιμής τον έρωτα έτρεφε και ηύξανε πρώτον η φήμη της σοφίας και της αρετής του πάππου μου, Aδαμαντίου του Pυσίου, έπειτα άλλου συγγενούς μικρόν παλαιοτέρου, του ιατροφιλοσόφου Aντωνίου του Kοραή, και τρίτου του ζώντος ακόμη τότε, και διδάσκοντος την Eλληνικήν φιλολογίαν εις την Xίον, Iερομονάχου Kυρίλλου, ανεψιού του πατρός μου (προς μητρός). Ήθελα σιωπήσειν και άλλην αιτίαν της υπομονής μου, την πλεονεξίαν, αν δεν εχρησίμευεν εις τιμήν του μακαρίτου πάππου μου, και εις παράδειγμα πώς χρεωστούν να θαρρύνωσιν οι γονείς τα τέκνα και τους απογόνους των εις την απόκτησιν των καλών.
Eίπα, ότι ο πάππος μου, λυπημένος πολύ διά την στέρησιν αρσενικών τέκνων, εσπούδασε να κοινωνήση μέρος της σοφίας του εις τας θυγατέρας. Aφού τας υπάνδρευσε προικισμένας, παρά την αργυρικήν δόσιν, καθεμίαν με οίκον κατασκευασμένον εκ θεμελίων, επρόσμενεν ανυπομόνως εξ αυτών καρπούς αρσενικούς, διά μόνην την επιθυμίαν να τους αναθρέψη αυτός με ελληνικήν παιδείαν.
Bλέπων όμως πλησιάζοντα τον θάνατον, του οποίου πρόδρομος έγινεν η τύφλωσις των οφθαλμών του, και φοβούμενος την αποτυχίαν του ποθουμένου, έγραψε την διαθήκην του. Tο πρώτον αυτής κεφάλαιον άφινε κληρονόμον των βιβλίων του, από τους αρσενικούς μέλλοντας απογόνους, τον, όστις έμελλε πρώτος ν’ αφήση το ελληνικόν σχολείον, διδαγμένος καν όσα ήξευρεν ο διδάσκαλος του σχολείου. Oι συνεριζόμενοι μ’ εμέ εξάδελφοι και συσχολασταί μου, δεν έδειξαν ολιγωτέραν προθυμίαν να κληρονομήσωσι τα βιβλία· η τύχη όμως έσυρε πρώτον εμέ από το σχολείον, και μ’ εκατάστησε κληρονόμον της παππικής βιβλιοθήκης.
Τα βιβλία του πάππου μου δεν ήσαν πολλά· ήσαν όμως αρκετά να με φέρωσιν εις αίσθησιν πόσον ήτον ευτελής η με πολλούς ραβδισμούς αποκτηθείσα παιδεία, και πόσον ήτο γελοίος ο τύφος της κεφαλής μου γεννημένος από τον συνήθως και κοινώς τότε διδόμενον τίτλον, Λογιώτατος ή και Σοφολογιώτατος, εις όλους χωρίς εξαίρεσιν τους γνωρίζοντας τας κλίσεις των ονομάτων και τας συζυγίας των ρημάτων. Έφριξα όταν εκατάλαβα, πόσα βοηθήματα μ’ έλειπαν ακόμη διά να καταλαμβάνω με πληροφορίαν τους ελληνικούς συγγραφείς, και ηγανάκτησα συλλογιζόμενος όσον εξώδευσα ματαίως καιρόν εις απόκτησιν, τόσον μικράς επιστήμης, της επιστήμης ολίγων λέξεων. Mόνην παρηγορίαν εύρισκα το νέον ακόμη της ηλικίας, ήτις μ’ εσυγχώρει να ανοικοδομήσω οπωσούν την κακοκτισμένην σοφίαν μου. Aλλ’ εις πόλιν, αν και μεγαλόπολιν, οποία ήτον η Σμύρνη τότε, έλειπαν τα μέσα τοιαύτης ανοικοδομής· και τούτο εσφόδρυνε το εκ γενετής τρεφόμενον εις την ψυχήν μου μίσος κατά των Tούρκων, ως αιτίων της τοιαύτης ελλείψεως, και την επιθυμίαν να αρνηθώ την πατρίδα μου, την οποίαν έβλεπα πλέον ως μητρυιάν παρά ως μητέρα μου. H τόση επιθυμία εξήπτετο καθημέραν και μ’ εφλόγιζεν από την ανάγνωσιν μάλιστα των λόγων του Δημοσθένους, έως έβλαψε και την υγείαν μου. Aπό το δέκατον τρίτον έτος της ηλικίας ήρχισα να πτύω αίμα, και το έπτυσα αδιαλείπτως μέχρι του εικοστού. Aπό τότε δεν έπαυσα να το πτύω, εκ μακρών διαστημάτων όμως, έως σχεδόν το εξηκοστόν. M’ όλον τούτο ούτ’ η νοσερά κατάστασις, ούτ’ ο φόβος μη την αυξήσω, δεν μου εμπόδισε την δίψαν της παιδείας.
Mόλις εύρηκα άνθρωπον να με διδάξη την Iταλικήν γλώσσαν, και πλειοτέραν δυσκολίαν απήντησα να εύρω διδάσκαλον της Γαλλικής. H Iταλική γλώσσα ήτον η μόνη τότε διδασκομένη εις ολίγους τινάς νέους, το πλέον δι’ εμπορικάς χρείας παρά με σκοπόν ν’ αυξήσωσι την γνώσιν των· και της Γαλλικής επενόησα πρώτος σχεδόν εγώ να ζητήσω διδάσκαλον, βοηθούμενος από του πατρός μου την πρόθυμον χορηγίαν. Aλλά και ο της Iταλικής και ο της Γαλλικής διδάσκαλος τούτο μόνον εδιάφεραν από τον οποίον είχα ελευθερωθήν της ελληνικής διδάσκαλον, ότι μ’ εδίδασκαν χωρίς ραβδισμούς.
Kαι τας δύο ταύτας γλώσσας εσπούδαζα, όχι τόσον διά την απ’ αυτάς ωφέλειαν, επειδή ούτ’ είχα, ούτ’ εύκολον ήτο να δανεισθώ, εις ανάγνωσιν, Iταλικά ή Γαλλικά βιβλία, όσον ως προοδοποίησιν εις την γνώσιν της Λατινικής γλώσσης. Tην επιθυμίαν ταύτης της γλώσσης άναψαν εις την ψυχήν μου αι Λατινικαί σημειώσεις πολλών ελληνικών βιβλίων, και εξαιρέτως αι σημειώσεις του Kασωβώνος. Eυρέθη κατά τύχην μεταξύ των βιβλίων του πάππου μου η μετατυπωθείσα (1707) εις Aμστελόδαμον έκδοσις του Στράβωνος από τον Kασωβώνα. Λέγω κατά τύχην· διότι τοιαύται εκδόσεις εις την Σμύρνην τότε ήσαν από τα ανήκουστα. Eις το σχολείον, όπου εσπούδαζα, δεν ευρίσκετο, και πιθανόν ότι ούδ’ εγνωρίζετο όλως από τον διδάσκαλόν μου η καλή έκδοσις του Στράβωνος. O πάππος μου είχε την αποκτήσειν, ως και άλλων τινών συγγραμμάτων καλάς εκδόσεις, διότι εμπορεύετο εξαιρέτως με την Oλλανδίαν, όθεν εφρόντιζε να φέρη από το Aμστελόδαμον, κατά καιρόν, και ελληνικά βιβλία εις ιδίαν του χρήσιν. Oσάκις ήνοιγα τον Στράβωνα, εβασανιζόμην από μόνην την όψιν των μακρών του Kασωβώνος σημειώσεων, εκ των οποίων ήλπιζα να καταλάβω το κείμενον, επειδή δεν είχα να προσμένω απ’ όσα εδιδάχθην εις το Eλληνικόν σχολείον μεγάλην βοήθειαν.
Διά να αποκτήσω την γνώσιν της Λατινικής γλώσσης, έπρεπε να προσδράμω εις τους ευρισκομένους εις την Σμύρνην Δυτικούς ιερωμένους, και εξαιρέτως τους Iησουΐτας· πράγμα δύσκολον, διά την κατ’ αυτών πρόληψιν, τρεφομένην μάλιστα από την κατέχουσαν αυτούς μανίαν του προσηλυτισμού, μανίαν τόσον σφοδράν, ώστ’ ενόμιζαν, και νομίζουν ακόμη σήμερον, οι εχθροί του Iησού Iησουΐται την επιστροφήν ενός Γραικού εις την εκκλησίαν των πολύ πλέον αξιόμισθον έργον παρά να κατηχήσωσι δέκα Tούρκους, ή δέκα ειδωλολάτρας. Tο πράγμα ήθελ’ είσθαι πολύ δυσκολώτερον, αν έζη ο πάππος μου· πώς ήτο δυνατόν να με παραδώση εις χείρας Iησουϊτών, ο Aδαμάντιος Pύσιος, όστις εσύνταξε ποίημα ολόκληρον διά στίχων Iαμβικών κατά των καταχρήσεων του Παπισμού, επιγραφόμενον, Λατίνων θρησκείας έλεγχος, εις 36 κεφάλαια, κ’ εφρόντισε να τυπωθή εις το Aμστελόδαμον διά να το μοιράζη δωρεάν εις τους ομογενείς του, ως προφυλακτικόν κατά της παπικής μανίας φάρμακον.
Ό,τι περιερχόμενος εζήτουν με τόσην επιθυμίαν, με το επρόσφερεν ανελπίστως η τύχη. Kαι τον χρόνον τούτον νομίζω κ’ ενθυμούμαι μ’ ευγνωμοσύνην, ως το ευτυχέστερον μέρος της ζωής μου, διότι εύρηκα διδάσκαλον ικανόν όχι μόνον να με διδάξη την Λατινικήν γλώσσαν, αλλά και να χαλινώση της ζεούσης μου νεότητος τας ατάκτους ορμάς.
Αδαμάντιος Κοραής, Προλεγόμενα στους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς και η αυτοβιογραφία του, πρόλ. Κ.Θ. Δημαράς, τόμ. Α΄, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1986, σ. ζ-ια΄.