Η βασική διαφορά του ημερολογίου από τις υπόλοιπες «γραφές του εγώ» είναι η ιδιαίτερη σύνδεση του κειμένου με τον χρόνο της γραφής του· άλλωστε, κάθε ημερολογιακή εγγραφή ξεκινά με μια ημερομηνία που μπαίνει σε θέση επικεφαλίδας. O ρυθμός με τον οποίο γράφουν στο ημερολόγιό τους οι άνθρωποι δεν παρουσιάζει συνήθως κανονικότητα, ενώ κάποια ημερολόγια διακόπτονται για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Ακόμα, η ημερομηνία είναι απαραίτητη, αλλά μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο συγκεκριμένη: άλλοτε σημειώνεται μαζί με την ημερομηνία και η ώρα, ενώ κάποιοι ημερολογιογράφοι επιλέγουν μιαν αρκετά χαλαρή χρονολόγηση που περιλαμβάνει συχνά μοναχά τον μήνα ή την εποχή του χρόνου (Simonet-Tenant 2004, 20).
Ο Jean Rousset (1983) εξήγησε πως ο σεβασμός στη διαδοχή των ημερών έχει δύο κύριες συνέπειες. Η πρώτη και άμεσα ορατή είναι ο κατακερματισμός του κειμένου. Η δεύτερη, λιγότερο εμφανής, είναι αποτέλεσμα της πρώτης:
[Η τήρηση του ημεροδείκτη] απαγορεύει στο συντάκτη να συμπεριφέρεται σαν «συγγραφέας» με την έννοια του κύριου και του οργανωτή της αφήγησης, αφού αυτός που κρατά ημερολόγιο, υποταγμένος στη διαδοχική τάξη των ημερών, δεν μπορεί να χτίσει (πέρα από την καθημερινή σημείωση) την αφήγησή του, όπως το κάνει ένας μυθιστοριογράφος ελεύθερος να συνδυάσει τις αφηγηματικές μονάδες, να προβλέψει την κατανομή και την κίνησή τους.
Έτσι, η κατάτμηση που επιβάλλει ο χρόνος ευθύνεται για το έλλειμμα αφηγηματικής συνοχής του ημερολογιακού κειμένου και, ευρύτερα, για τη μεγάλη του ετερογένεια. Αυτό αποτελεί και το δεύτερο σημαντικό χαρακτηριστικό του ημερολογίου: η ποικιλία του ημερολογιακού λόγου. Η επανεκκίνηση της γραφής βρίσκει τον ημερολογιογράφο με διαφορετική αφορμή και άλλη διάθεση κάθε φορά να καταγράφει τις σκέψεις ή τις εντυπώσεις του, άλλοτε αναλυτικά και άλλοτε συνοπτικά. Κάποια φορά μπορεί να παραθέτει ένα ποίημα ή να αφηγείται ένα όνειρο, να αντιγράφει το απόσπασμα μιας επιστολής που έστειλε ή που έλαβε, μπορεί ακόμα να γράφει μια εγγραφή του σε μια ξένη γλώσσα. Όπως επισημαίνει η Beatrice Didier, ο ημερολογιογράφος οφείλει να αγνοήσει τους δύο παράγοντες που περιορίζουν την ελευθερία κάθε συγγραφέα: το κοινό και τον εκδότη. Και αυτή η ελευθερία, συνεχίζει η κριτικός, δεν είναι άμοιρη της τέχνης: η σελίδα του ημερολογίου μπορεί να γίνει ένα είδος κυβιστικού πίνακα. Άλλωστε ένα σκίτσο, μια φωτογραφία, όπως και ποικίλα «σχεδιάσματα», είναι πιθανό να ενσωματωθούν μέσα σε ένα ημερολόγιο, ειδικά αν φαίνεται στον ημερολογιογράφο πως θα μπορούσαν στο μέλλον, αν «ξαναδιαβαστούν», να ανασύρουν κάποια πολύτιμη ανάμνηση (Didier 2002, 187).
Όπως προκύπτει και από τα παραπάνω, το στοιχείο που συνέχει το ημερολόγιο είναι πως περιλαμβάνονται σε αυτό όσα στοιχεία ο ημερολογιογράφος επιθυμεί να καταγράψει, να αναλύσει, να κατανοήσει και να συγκρατήσει. Όπως παρατηρεί ο Michel Braud (2006, 206), η μορφή του μωσαϊκού που έχει το ημερολόγιο βρίσκει τη δικαίωσή της στην προσπάθεια του ημερολογιογράφου να αφηγηθεί τον εαυτό του. Αυτό αποτελεί το τρίτο σημαντικό χαρακτηριστικό του ημερολογίου, το οποίο μάλιστα διαχωρίζει το προσωπικό ημερολόγιο από το εξωτερικό ή πολιτικό ημερολόγιο, όπου το στοιχείο αυτό δεν είναι κυρίαρχο. Αναλυτικότερα, όπως εξηγεί ο Alain Girard (1986, 4-5), στο προσωπικό ημερολόγιο η παρατήρηση στρέφεται προς τον γράφοντα, προς την ιδιωτική πλευρά της ζωής του, τουλάχιστον περισσότερο απ’ ότι στον εξωτερικό κόσμο και έτσι, ακόμα και όταν αναφέρεται στην εξωτερική πραγματικότητα, ο ρόλος του ίδιου του ημερολογιογράφου είναι πάντα τονισμένος. Η ιδιαίτερη έμφαση που δίνεται στον εαυτό του ημερολογιογράφου καθορίζει τόσο το περιεχόμενο όσο όμως και την έκφραση του ημερολογιακού κειμένου, συχνά με απροσδόκητους τρόπους (βλ. ένα σχετικό παράδειγμα στο Falagkas 2010, 97-109).
Έχουν δημοσιευτεί αρκετά ελληνικά ημερολόγια, τόσο πολιτικά ή εξωτερικά όσο και προσωπικά. Το περισσότερο μελετημένο από αυτά είναι το προσωπικό ημερολόγιο του Γιώργου Σεφέρη. Αξίζει να σημειωθεί πως στην ελληνική γραμματεία περιλαμβάνονται ακόμα δείγματα του είδους του τμηματικού ημερολογίου, δηλαδή του ημερολογίου που καλύπτει μια συγκεκριμένη περίοδο της ζωής του ημερολογιογράφου ή αφορά μια συγκεκριμένη εμπειρία, όπως είναι το ημερολόγιο της συγγραφής ενός έργου, το κατοχικό ημερολόγιο, το ημερολόγιο φυλακής ή εξορίας, το ημερολόγιο ασθένειας, το ταξιδιωτικό ημερολόγιο κ.ά.