Ένας λειτουργικός ορισμός του ύφους θα μπορούσε να συνδυάζει τα ακόλουθα στοιχεία, συναιρώντας τη συλλογική οργάνωση του λόγου με την ιδιοπροσωπία:
- Το ύφος είναι τόσο ο άνθρωπος όσο και το κείμενο, όπως πραγματώνονται γλωσσικά (εικονικά, μουσικά, αν περάσουμε στις άλλες τέχνες, και πολυτροπικά, οπότε τα πράγματα γίνονται λίγο πιο σύνθετα· και πολυμεσικά πια σήμερα, στη σύγχρονη ψηφιακή συνθήκη), και, επομένως, αναδεικνύεται μέσα από τη μελέτη της γλώσσας, των γλωσσικών σημείων·
- το ύφος είναι απόκλιση από μία ή περισσότερες νόρμες (ιστορικοκοινωνικά και αισθητικά προσδιορισμένες), αιφνιδιασμός και έκπληξη σε σχέση με το αναμενόμενο, «διαψευσμένη προσδοκία» (frustrated expectation), κατά τον Roman Jakobson, ο οποίος ωστόσο μιλούσε για το ύφος, φροντίζοντας να μην το ορίζει και να μην το ονοματίζει καν (Jakobson 1960)·
- το ύφος αποτελεί σε έναν βαθμό συνειδητή επιλογή του συγγραφέα, αλλά όχι απολύτως. Σε κάθε περίπτωση, η συνειδητή αλλά και ασύνειδη γλωσσική χρήση από τον συγγραφέα λειτουργεί ως πρακτική εξατομίκευσης.
Αποδεχόμενοι το πρώτο σημείο, δεχόμαστε με έναν τρόπο ότι όντως το κείμενο είναι ένα κρεμμύδι, όπως έλεγε ο Roland Barthes (1984), και ξεφλουδίζουμε τα στρώματα της σημασίας του: πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι ξεκινάμε από την επιφανειακή δομή για να φτάσουμε στις δομές βάθους. Για παράδειγμα, μελετάμε το μήκος της λέξης (όπως και οι υπολογιστές στην υφομετρία) και της πρότασης, τη διάρθρωση της πρότασης και τον ρυθμό της, την ελλειπτικότητα, την παρατακτική και την υποτακτική σύνδεση, τη χρήση των μερών του λόγου, τους χρόνους, τις εγκλίσεις, τα σχήματα λόγου και την απουσία τους, τον στίχο κλπ. Τα μελετάμε όλα αυτά πολιορκώντας το νόημα του κειμένου, που μας αποκαλύπτεται σταδιακά μέσα από το ύφος του, όπως εκδιπλώνεται μέσα από τα επιμέρους εκφραστικά στοιχεία του (βλ. το κλασικό εγχειρίδιο υφολογικής ανάλυσης του Cressot 1991).
Αν συμφωνήσουμε με το δεύτερο σημείο, ότι δηλαδή το ύφος είναι απόκλιση από τη γλώσσα ως κώδικα, αλλά και από μια σειρά νόρμες, επανερχόμαστε στην πρώιμη σύζευξη γλωσσολογικής και φιλολογικής ανάλυσης στους εισηγητές της συστημικής προσέγγισης, τους ρώσους φορμαλιστές. Σύμφωνα με αυτούς, λοιπόν, η λογοτεχνικότητα, ως κατηγορία άμεσα συνδεόμενη με το ύφος, προκύπτει από τον αποαυτοματισμό, τη διαφορετική δηλαδή χρήση της γλώσσας σε σχέση με την πρακτική επικοινωνία, και την ανοικείωση, την αίσθηση της διαφορετικότητας σε σχέση πάλι με τη νόρμα (βλ. Todorov 1995).
Η αποδοχή αυτή δίνει μια κατεύθυνση μελέτης που έχει συστηματικά αξιοποιηθεί, αλλά δημιουργεί και πολλά ερωτήματα: τί γίνεται, λ.χ., με τα κείμενα που υιοθετούν υφολογικά τον κώδικα της πρακτικής επικοινωνίας; Μπορούμε να πούμε ότι όταν δεν υπάρχει απόκλιση, δεν υπάρχει και ύφος; Πώς ορίζονται οι επιμέρους νόρμες του γένους, του είδους, του ρεύματος, της συλλογικής οργάνωσης του λόγου κλπ.; Πόσο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο ιστορικός επικαθορισμός των ειδών και των ρευμάτων; Πόσο η ιδεολογική τοποθέτηση επηρεάζει τη δημοτική του Γιάννη Ρίτσου ή του Κώστα Βάρναλη, σε ένα ενδιάμεσο επίπεδο συλλογικής οργάνωσης του λόγου που σχετίζεται με την πολιτική τους στάση; Πώς αυτό εκφράζεται στην πεζογραφική διαδρομή της Μέλπως Αξιώτη; Πώς οι επιλογές αυτές σχετίζονται εντέλει με το προσωπικό τους ύφος και πόσο καθολικές είναι; Το σημαντικότερο όλων είναι ο εντοπισμός των επιπέδων της απόκλισης, ώστε αυτή να μπορέσει να επισημανθεί και να μελετηθεί ουσιαστικά (με δεδομένη ή ζητούμενη τη γενική εποπτεία της εποχής, του ρεύματος, του είδους, του συνολικού έργου του συγγραφέα). Ενδιαφέροντα παραδείγματα αποτελούν οι συγκριτικές μελέτες περιόδων των συγγραφέων, όπως π.χ. της Μέλπως Αξιώτη, το ιδιόλεκτο της οποίας διαφοροποιείται προπολεμικά και μεταπολεμικά, ενώ στην τρίτη περίοδο της δημιουργίας της επανασυνδέεται με την πρώτη· ή έργων διαφορετικών χρονικών περιόδων ενός δημιουργού με συγκεκριμένη προθετικότητα και ιδιαίτερη ιστορικότητα, όπως ο Επιτάφιος και η Τέταρτη διάσταση του Γιάννη Ρίτσου· αλλά και οι συνολικές μελέτες της δημιουργίας μιας περιόδου, όπως της μεταδιπολικής παγκοσμιοποίησης στην ελληνική πεζογραφία, με έμφαση στα έργα από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και ώς το 2010, ή και ώς σήμερα. Όπως λέει και πάλι ο Meschonnic, αναφερόμενος στο ποίημα, και στο έργο εν γένει,
το ποίημα είναι μια μεταβατική στιγμή ενός εγώ-εδώ-τώρα. Αλλά καθώς κατέχει μια ορισμένη θέση (situé), δίνει […] την αίσθηση του κλειστού, παραμένοντας μια ανοιχτή ενότητα.
Το τρίτο σημείο συνδέεται αναπόδραστα με το δεύτερο, με τη διαφορά ότι τίθεται πλέον το ζήτημα του συνειδητού και του ασύνειδου της επιλογής, που όμως μετρίως μας αφορά, εφόσον κυρίως μελετάμε όχι την αιτία της επιλογής αλλά το αποτέλεσμά της. Η καθ’ έκαστον μελέτη των κειμένων μπορεί να θεωρηθεί έτσι ένα στάδιο στη μελέτη του σύνολου έργου του συγγραφέα, που μπορεί να μην χαρακτηρίζεται από υφολογική ομοιογένεια, ασχέτως αν παραμένει διακριτή η ιδιοπροσωπία του, όπως είδαμε και παραπάνω, ειδικά εφόσον εξελίσσεται και η γλώσσα μέσα στην οποία δημιουργεί. Ο Henri Meschonnic σχολιάζει τη σχέση ανάμεσα στη γλώσσα ως κώδικα και το ύφος:
μελετώ το ύφος ενός συγγραφέα, σημαίνει μελετώ έναν κόσμο ανοιχτό-κλειστό, τη γλώσσα όλων και τη γλώσσα του ενός.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό της Μάρως Δούκα, η οποία έχει διανύσει μια μεγάλη διαδρομή με πολύ διαφορετικές υφολογικές επιλογές στα βιβλία της, σε συμφωνία με τη θεματική της, αλλά η ιδιοπροσωπία της παραμένει πλήρως αναγνωρίσιμη, είτε στα πρώτα έργα της Η πηγάδα, Κάτι άνθρωποι, Πού ’ναι τα φτερά;, όπου αναμετριέται με τον διαλεκτικό και τον κοινό τύπο, είτε στην πολιτική Αρχαία σκουριά, στο βυζαντινό Ένας σκούφος από πορφύρα, ή στην πρόσφατη κρητική τριλογία της. Θα λέγαμε στο σημείο αυτό, μαζί με τον Flaubert, ότι «η συνέχεια συνιστά το ύφος, όπως η συνέπεια συγκροτεί την αρετή» (επιστολή στη Louise Colet, 18 Δεκ. 1853· ).
Μια τέτοια μελέτη, πάντως, μας θυμίζει πόσο ανοιχτά παραμένουν τα ερωτήματα που αφορούν το θέμα, το είδος, την εποχή, τον υπερατομικό καθορισμό του ύφους και την ιδιοπροσωπία, τη σύμβαση και την επιλογή, μεταξύ άλλων. Ας θυμηθούμε, επίσης, ότι ο υπολογιστής σήμερα μας επιτρέπει την ποσοτική μελέτη ελάχιστων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που επιβεβαιώνουν ή διαψεύδουν πολλές αποφάνσεις μας (Μικρός 2015). Αποφάνσεις που δεν συνδέονται εντέλει μόνο με τον συγγραφέα και το κείμενο αλλά και με τον αναγνώστη, με τη δική του ικανότητα αντίληψης των μέσων που μετέρχεται ο λόγος στη συγκρότησή του. Η αναγνωστική εμπλοκή είναι μια παράμετρος που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε κάθε απόφανση περί ύφους.