Ιστορικά το ύφος συνδέθηκε από την αρχαιότητα με τη ρητορική (βλ. τα χωρία στο Γ΄ βιβλίο της Ρητορικής του Αριστοτέλη για τη λέξιν, όπου ορίζει ως μέγιστη αρετή της έκφρασης τη σαφήνεια· εδώ . Βλ. επίσης για τη συνεισφορά του Θεόφραστου στη μελέτη της έκφρασης και του ύφους, εδώ ) και στα πρώτα μεταχριστιανικά χρόνια έχουμε ήδη μια σχετική πραγματεία, το Περί Ύψους του ψευδο-Λογγίνου, η οποία επηρέασε σημαντικά ολόκληρο τον Μεσαίωνα. Από τη ρητορική κληρονομούμε, κατά τον Guiraud, έναν διπλό ορισμό της υφολογίας, ως επιστήμης μελέτης του ύφους: α) περιγραφή των υφολογικών μέσων που η γλώσσα θέτει στη διάθεση του συγγραφέα (θεωρία των σχημάτων λόγου) και β) κανόνες χρήσης και επιλογής των σχημάτων αυτών αναλόγως με τη γλωσσική περίσταση (θεωρία των ειδών). Οι σύγχρονοι προσθέτουν και έναν τρίτο ορισμό, συνεχίζει ο Guiraud, τη συγγραφική ιδιόλεκτο (1969, 27).
Η κλασική διάκριση του ύφους στην αρχαία ρητορική σε υψηλό, μέσο και χαμηλό/ταπεινό, αναλόγως με τις θεματικές, οδήγησε σταδιακά στην ταύτιση λογοτεχνικών γενών-ειδών με ένα συγκεκριμένο ύφος: λ.χ. υψηλό ύφος της τραγωδίας και του έπους, μέσο του μυθιστορήματος, χαμηλό της κωμωδίας (βλ. και το άρθρο για το ύφος στην Εγκυκλοπαίδεια του Διαφωτισμού, γραμμένο από τον Louis de Jaucourt). Η διάκριση αυτή λειτούργησε επί μακρόν ως νόρμα στη λογοτεχνία. Το υψηλό ύφος της ωδής, για παράδειγμα, είναι τόσο δεδομένο, ώστε έχει περάσει στο σχετικό λήμμα στα λεξικά. Στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, διαβάζουμε στον ορισμό της λέξης ωδή: «λυρικό ποίημα σε υψηλό ύφος: Οι Ωδές του Aνδρέα Kάλβου». Στην περίπτωση αυτή, πάντως, δεν πρέπει να συγχέουμε το υψηλό ύφος με το υψηλό στοιχείο στο ύφος, το είδος δηλαδή με το κείμενο καθαυτό. Το ύφος του Κάλβου μπορεί να χαρακτηριστεί υψηλό έτσι κι αλλιώς, όπως και του Παλαμά αναλόγως, ή του Σικελιανού.
Η επιστημονική αυτονόμηση της φιλολογίας και της γλωσσολογίας στον 19ο αιώνα έδωσαν το έναυσμα για μια σειρά από γόνιμες προσεγγίσεις του ύφους στη συνέχεια, με τις δύο επιστήμες να τοποθετούνται στην πορεία διαφορετικά απέναντι στην έννοια του ύφους. Σημειώνουμε τη μείζονα συνεισφορά στη μελέτη του ύφους των ρώσων φορμαλιστών, ειδικότερα του Γλωσσολογικού Κύκλου της Μόσχας που επιμένει στη συσχέτιση θεωρίας της λογοτεχνίας, γλωσσολογίας και ποιητικής. Η «Εταιρεία μελέτης της ποιητικής γλώσσας», στην Πετρούπολη, αντίθετα, κρατά μεγαλύτερες αποστάσεις από τη γλωσσολογία. Σε κάθε περίπτωση, ο όρος ποιητική γλώσσα στους ρώσους φορμαλιστές αναφέρεται στη λογοτεχνία, ως ιδιαίτερη γλωσσική μορφή. Εξίσου μεγάλης σημασίας είναι οι αναλύσεις των δομιστών στη δεκαετία του ’60-’70, όταν μια ολόκληρη πολεμική αναπτύχθηκε πάνω στο ζήτημα του ύφους, φέρνοντας για παράδειγμα αντιμέτωπο τον Michael Riffaterre με τον Roman Jakobson (για τη θεωρία του Riffaterre βλ. Hopkins 2005· για την εμβληματική διαμάχη των Jakobson-Levi Strauss και Riffaterre, με αφορμή το ποίημα του Baudelaire «Οι γάτες», βλ. Delcroix & Geerts 1980· για άλλες οπτικές στην υφολογία βλ. Meschonnic 1970 και Spitzer 1980).