Σήμερα, στο πλαίσιο της γλωσσολογικής προσέγγισης, το ύφος μελετάται συστηματικά στην κοινωνιογλωσσολογία (sociolinguistics), την κειμενογλωσσολογία (text linguistics) και την ανάλυση λόγου (discourse analysis), η οποία θεωρεί τον λόγο ως κοινωνική πρακτική. Το ύφος ορίζεται ως η γλώσσα σε χρήση, σε συγκριμένες δηλαδή περιστάσεις επικοινωνίας (που μπορεί να περιλαμβάνουν τη γλωσσική ποικιλία, αλλά και τα επίπεδα λόγου/ύφους και τους τύπους και τα είδη κειμένου της πρακτικής επικοινωνίας). Αλλιώς γράφεται, λ.χ., ένα στρατιωτικό κείμενο, διαφορετικά ένα μετεωρολογικό δελτίο, αλλιώς μια επίσημη και μια φιλική επιστολή και με άλλο τρόπο απευθύνεται κανείς στους δασκάλους, στους φίλους ή τους γονείς του.
Η συγκεκριμένη θεώρηση του ύφους έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ανάλυση της λογοτεχνίας: διαβάζοντας το κείμενο ενός συγγραφέα, ο αναγνώστης-μελετητής πρέπει να μπορεί να διακρίνει τη διάλεκτο, την κοινωνιόλεκτο στην ομιλία των προσώπων και στην αφήγηση, να επισημαίνει τα είδη των κειμένων και τη συμμόρφωση προς τις νόρμες των επιπέδων λόγου (π.χ. λαϊκό, οικείο, αργκό, χυδαίο) σε σχέση με τα πρόσωπα και το ιδιόλεκτό τους. Στο σημείο αυτό, πάντως, αρχίζουν ήδη τα προβλήματα, αφού τα όρια μεταξύ των επιπέδων λόγου δεν είναι σταθερά σε μια εποχή, αλλά μεταβάλλονται αναλόγως με την περιοχή, την καταγωγή, το φύλο, την ηλικία κλπ., ενώ οι δυσκολίες πολλαπλασιάζονται, όταν ανοίξει κανείς ένα λεξικό και αναζητήσει τους χαρακτηρισμούς των επιπέδων ύφους. Σε κάθε περίπτωση, η γλωσσολογική προσέγγιση μας ενδιαφέρει τόσο για το ιδιόλεκτο των προσώπων όσο και του ίδιου του συγγραφέα, αφού διαλεκτικά, κοινωνιολεκτικά και άλλα, διάφορα στοιχεία ενυπάρχουν στις γενικές, συνειδητές αλλά και ενδεχομένως ασύνειδες επιλογές του. Ο Μακρυγιάννης είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα χρησιμοποίησης διαλεκτικών και ιδιωματικών στοιχείων (Χαραλαμπάκης 1999), όπως επίσης, λ.χ., και ο Νίκος Καζαντζάκης ή, από τους νεότερους, ο Σωτήρης Δημητρίου.