Από τα μέσα του 18ου αιώνα και μετά, οι αναγνωστικές συντροφιές, οι αναγνωστικές εταιρείες και τα clubs ανάγνωσης συνυπάρχουν με την αναδυόμενη εικόνα της μοναχικής ανάγνωσης είτε σε εσωτερικό χώρο είτε στη φύση. H (αποκλειστικά ανδρική) ομάδα ανάγνωσης του Bristol (Bristol Friendly Society) λειτούργησε για πρώτη φορά το 1799 και το Dalton Book Club στο Danton-in-Furness το 1764 (Hartley 2001). Την ίδια εποχή, ο εκδημοκρατισμός των αναγνωστικών πρακτικών και η διάδοση της ανάγνωσης σε ομάδες πληθυσμού όπως οι γυναίκες και τα παιδιά, οδήγησαν στον γενικευμένο φόβο μπροστά στη «μανία της ανάγνωσης» και η ανάγνωση με στόχο τη διασκέδαση καταδικάστηκε τόσο από τις θρησκευτικές αρχές όσο και από τους προοδευτικούς διανοητές. Η «μανία της ανάγνωσης» απείλησε την επιδιωκόμενη χειραφέτηση και την προτεσταντική ηθική ταυτόχρονα. Σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο, η βλαπτικότητα των μη ελεγχόμενων αναγνωστικών προτιμήσεων παρουσιάστηκε ως επικίνδυνη για τη σωματική υγεία, ενώ οι συνέπειές της ήταν εξαιρετικά αρνητικές για το μεγαλύτερο μέρος του επερχόμενου νέου αναγνωστικού κοινού, δηλαδή για τις γυναίκες (Whittman 2008, 366).
Στη διάρκεια του 19ου αιώνα, οι γυναίκες, τα παιδιά και τα μέλη των εργατικών στρωμάτων έγιναν το «νέο άγνωστο κοινό» (Collins 1858) μιας εκδοτικής αγοράς, η οποία μεταβαλλόταν για να ικανοποιήσει τη ζήτηση αναγνωσμάτων. Οι τρόποι ανάγνωσης και οι αναγνωστικές επιλογές διαφοροποιήθηκαν ταξικά: οι γυναίκες των εργατικών στρωμάτων διάβαζαν, κατ’ ιδίαν αλλά και ομαδικά, φωτορομάντζα, μυθιστορήματα ευρείας κατανάλωσης και αλμανάκ, οι αστές οδηγούς μαγειρικής και ψυχαγωγικά μυθιστορήματα, ενώ συχνά συναθροίζονταν σε αναγνωστικές ομάδες και κύκλους με στόχο τη συζήτηση των βιβλίων. Σύχναζαν, επίσης, σε δημόσιες βιβλιοθήκες, όπου ανέπτυσσαν ομαδικές αναγνωστικές δραστηριότητες. Η σιωπηλή ανάγνωση συνυπάρχει με την ομαδική, αλλά η ένταξη της ανάγνωσης στην καθημερινή ζωή των γυναικών όλων των κοινωνικών ομάδων προκάλεσε ακόμη μια φορά την ανησυχία είτε λόγω της απώλειας χρόνου και της απόσπασης από τα καθήκοντα του νοικοκυριού είτε ως απειλή στην καθορισμένη κατώτερη κοινωνική θέση τους.
Οι πολύμορφες και πολυάριθμες αναπαραγωγές των ζωγράφων του 19ου αιώνα (Édouard Manet , Honoré Daumier, Henri Fantin-Latour ) σε αφίσες, καρτ-ποστάλ και ποικίλες γραφιστικές εφαρμογές συντηρούν και αναπαράγουν την ηγεμονική κυριαρχία της μοναχικής ανάγνωσης. Η συνύπαρξη της μεγαλόφωνης με τη σιωπηλή ανάγνωση, της εμμονικής εντατικής αναζήτησης της γνώσης ή της αλήθειας σε συγκεκριμένα κείμενα και της εκλεκτικιστικής κατανάλωσης διαφοροποιημένων ειδών του λόγου εξηγούν τον καλειδοσκοπικό χαρακτήρα της ανάγνωσης, την κοινωνική της εξάρτηση και την πολιτική σημασία της στη διαμόρφωση του δημόσιου λόγου. Τα διπολικά σχήματα, τα οποία συνδέθηκαν με τις αναγνωστικές πρακτικές, συνεχίζουν να δεσμεύουν τις αναγνωστικές απολαύσεις σε καταναγκαστικά πλαίσια, όπως αυτό του σχολικού θεσμού (ή άλλοτε της εκκλησιαστικής ιεραρχίας) και εμποδίζουν έτσι την αβίαστη και δημιουργικά μεσολαβημένη προσέγγιση της ανάγνωσης. Η πολιτική διάσταση της ανάγνωσης γίνεται αντιληπτή χάρη στην αντίθεση που εκφράζεται κάθε φορά που τα αναγνώσματα διαφεύγουν του ελέγχου των κυρίαρχων ομάδων.