Οι αλλαγές στους τρόπους ανάγνωσης μπορούν να γίνουν αντιληπτές στο πλαίσιο των κοινωνικών και πολιτικών μεταβολών στη δημόσια σφαίρα. Η διαδικασία της εκβιομηχάνισης και η διαμόρφωση των αστικών κέντρων με τις νέες μορφές κοινωνικής στρωμάτωσης, καθώς και η καθιέρωση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης με τη γενίκευση του αλφαβητισμού διαμόρφωσαν ένα πλαίσιο, στο οποίο συνυπήρξαν τρόποι ανάγνωσης με διαφορετική κοινωνική φόρτιση και λειτουργία, σε σχέση με το παρελθόν. Όπως σημειώνει ο Whittmann,
τα διαφορετικά στάδια εξέλιξης της ανάγνωσης εκδηλώνονται παράλληλα αλλά και συναντώνται.
Οι ιστορικοί της ανάγνωσης τοποθέτησαν «την επανάσταση της ανάγνωσης» στα τέλη του 18ου αιώνα στην Ευρώπη. Πρόκειται για τη μετάβαση από την εντατική στην εκτατική ανάγνωση. Η εντατική ανάγνωση αφορούσε την επαναλαμβανόμενη ανάγνωση μικρού αριθμού κειμένων κανονιστικού χαρακτήρα και συχνά θεολογικού περιεχομένου. Γινόταν μεγαλόφωνα είτε σε κοινωνικές συνάξεις είτε σε οικογενειακό πλαίσιο. Η αναγνωστική πρακτική, η οποία επικρατεί στη συνέχεια είναι σιωπηρή, εκλεκτικιστική, τα ερείσματά της παύουν να γίνονται αντικείμενο ελέγχου και μπορεί να ικανοποιεί διαφορετικές μεταξύ τους προτεραιότητες και επιθυμίες.
Η ανάπτυξη των πόλεων και η διαμόρφωση των πολιτικών ιδεών σχετίζονται άμεσα με τις αλλαγές στην ανάγνωση. Εργαλείο κοινωνικής ανόδου και επαγγελματικής πληρότητας ταυτότητα, η ανάγνωση στις πόλεις παίρνει συνεχώς νέες μορφές και επιτάσσει τα όρια ανάμεσα στον ιδιωτικό και στον δημόσιο χώρο και χρόνο.
Στα τέλη του 18ου αιώνα [στη Γαλλία], περισσότερο στις πόλεις παρά στην ύπαιθρο, περισσότερο στο Παρίσι παρά στην επαρχία, η απροσδιοριστία των ορίων ανάμεσα στο ιδιωτικό και στο δημόσιο υποχωρεί και η διαφάνεια των κοινωνικών σχέσεων επιβάλλει σε όλους να έχουν τις ταυτότητές τους.
Ωστόσο, η μετάβαση από την εντατική στην εκτατική ανάγνωση συγκροτεί μια διαδικασία με συνέχειες και ρήγματα και όχι μια απότομη αλλαγή, στο πλαίσιο της οποίας η εκτατική ανάγνωση αντικατέστησε την εντατική. Τα διαφωτιστικά προτάγματα προωθούσαν τη «χρήσιμη» ανάγνωση και ενίσχυαν τη διεύρυνση του κανόνα. Γύρω στα τέλη του 18ου αιώνα, γενικεύεται η «μανία της ανάγνωσης», η οποία έστρεφε την προσοχή στην επεξεργασία των συναισθημάτων και στην καλλιέργεια της εσωτερικής ζωής:
Η ακατανίκητη ανάγκη για επαφή με τη ζωή πίσω από το τυπωμένο φύλλο οδήγησε σε μια εντελώς νέα, άγνωστη και έντονη σχέση εμπιστοσύνης, δηλαδή σε μια φανταστική φιλία ανάμεσα στο συγγραφέα και τον αναγνώστη, ανάμεσα στο δημιουργό και τον αναγνώστη της λογοτεχνίας.
Η «μανία της ανάγνωσης» απείλησε την επιδιωκόμενη χειραφέτηση και την προτεσταντική ηθική ταυτόχρονα. Σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο, η βλαπτικότητα των μη ελεγχόμενων αναγνωστικών προτιμήσεων παρουσιάστηκε ως επικίνδυνη για τη σωματική υγεία, ενώ οι συνέπειές της ήταν εξαιρετικά αρνητικές για το μεγαλύτερο μέρος του επερχόμενου νέου αναγνωστικού κοινού, δηλαδή για τις γυναίκες (Whittman 2008, 366).