Η ιστορία της ανάγνωσης έχει βασιστεί στους τρόπους ανάγνωσης των λογίων στρωμάτων, τα μέλη των οποίων δεν ήταν κοινοί αναγνώστες (Bödeker 1995). Ήδη από τις απαρχές της νεωτερικής περιόδου, τόσο η εντατική όσο και η εκτατική ανάγνωση συνυπήρχαν ως τρόποι προσέγγισης των κειμένων από τους λόγιους. Η ιδιοποίηση ενός μεγάλου μέρους της παγκόσμιας λογοτεχνικής κληρονομιάς ήταν καθήκον τους, στον βαθμό που εξυπηρετούσε την εδραίωση και την αναπαραγωγή της θέσης τους στην κοινωνική ιεραρχία. Διάβαζαν δηλαδή περισσότερο για να ενισχύσουν τις αποδεδειγμένες αλήθειες παρά για να αυξήσουν τις γνώσεις τους. Στη Γερμανία, όπου σύμφωνα με τον Bödeker (1995) η εντατική ανάγνωση κυριαρχεί περίπου μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα, το βιβλίο κατείχε την εξουσία της αλήθειας, την οποία αποδεχόταν και η Εκκλησία.
Ήταν μια επαναληπτική ανάγνωση ορισμένων βιβλίων, κυρίως της Βίβλου, μιας φιλολογίας διαλογισμού και διαπαιδαγώγησης, χωρίς να λείπουν και τα ημερολόγια ή τα αλμανάκ. Οι αναγνώστες ζούσαν με τα βιβλία και ο σεβασμός των βιβλίων έπαιζε σπουδαίο ρόλο στην ύπαρξή τους, στον βαθμό μάλιστα που η Εκκλησία υποστήριζε την πλειονότητα αυτών των κειμένων. Το βιβλίο, που κληρονομούσαν και περνούσαν στην επόμενη γενιά είχε μια α-χρονική εξουσία: το συμβουλεύονταν ως ένα είδος οδηγιών σε άμεση σχέση με την πρακτική, ως μια κανονιστική οντότητα. Η μεταχείριση του βιβλίου καθοριζόταν από συμβάσεις, περίπου ιεροτελεστικές.
Οι μορφές εντατικής ανάγνωσης, τις οποίες εξασκούσαν, ενσωμάτωναν προηγούμενες πρακτικές, συγκροτώντας ένα συνεχές και όχι ρήξη ή υποκατάσταση παλαιότερων με νέους τρόπους ανάγνωσης. Σταδιακά, ωστόσο, η εντατική μεγαλόφωνη ανάγνωση χαρακτηρίστηκε ως αισθαντική και σωματική, που αντηχούσε τη βυζαντινή εξάρτηση της ανάγνωσης από τη φωνή (Cavallo 2008, 15), με έρεισμα τα θεολογικά κείμενα, ενώ η ατομική και σιωπηλή αφορούσε αναγνώσματα εκκοσμικευμένου περιεχομένου. Η ανάγνωση περνούσε σταδιακά από τον εξωτερικό στον εσωτερικό κόσμο καθώς γινόταν παράγοντας για τη διαμόρφωση του ατομικού υποκειμένου και έρεισμα του εγώ (Bödeker 1995, 113).