Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, που ανθολογείται στο σχολικό βιβλίο λογοτεχνίας της Γ΄ Γυμνασίου . Καθώς το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα είναι απολύτως συγκεντρωτικό με ένα μόνο βιβλίο, η επιλογή αυτού του κειμένου είναι το λιγότερο άτοπη για τη συντριπτική πλειοψηφία των μαθητών και μαθητριών της Θράκης, κάποιων της Ρόδου, αλλά και συνολικά των μικρών μουσουλμάνων μαθητών. Είναι άλλο πράγμα η λογοκρισία για τους ενήλικους αναγνώστες και άλλο η προσεκτική επιλογή κειμένων για τους μαθητές. Ο τρόπος που αναπλαισιώνονται τα κείμενα στα μοναδικά σχολικά ανθολόγια επί της ουσίας τα μεταμορφώνει.
[…]
— Πώς σε λένε;
— Αλέξη Ζορμπά. Με λένε και Τελέγραφο, για να με πειράξουν που ’μαι μακρύς μακρύς καλόγερος και πίτα η κεφαλή μου. Μα δεν πάνε να λένε! Με φωνάζουν και Τσακατσούκα, γιατί μια φορά πουλούσα κολοκυθόσπορους καβουρντισμένους. Με λένε και Περονόσπορο, γιατί όπου πάω, λέει, τα κάνω μπούλβερη και κουρνιαχτό. Έχω κι άλλα παρατσούκλια, μα άλλη ώρα…
— Και πώς έμαθες σαντούρι;
— Εγώ ήμουν είκοσι χρονών. Σ’ ένα πανηγύρι του χωριού μου, πέρα, στη ρίζα του Όλυμπου, άκουσα για πρώτη φορά σαντούρι. Πιάστηκε η αναπνοή μου. Τρεις μέρες έκαμα να βάλω μπουκιά στο στόμα μου. «Τι έχεις, μωρέ;», μου κάνει ο πατέρας μου, ο Θεός να συχωρέσει την ψυχή του. «Εγώ θέλω να μάθω σαντούρι! — Μωρέ, δεν ντρέπεσαι; Κατσίβελο είσαι; όργανα θα παίζεις; — Εγώ θέλω να μάθω σαντούρι!…». Είχα κομπόδεμα μερικά παραδάκια, για να παντρευτώ, σαν έρθει η ώρα. Παιδί πράμα, βλέπεις, παλαβός, το αίμα έβραζε, ήθελα παντριγιά ο ερίφης! Έδωκα ό,τι είχα και δεν είχα, κι αγόρασα ένα σαντούρι. Να, ετούτο εδώ που βλέπεις. Έφυγα μαζί του, πήγα στη Σαλονίκη, βρήκα ένα μερακλή Τούρκο, τον Ρετσέπ-εφέντη, το δάσκαλο του σαντουριού. Πέφτω στα πόδια του. «Τι θες, μωρέ ρωμιόπουλο;», μου κάνει. «— Εγώ θέλω να μάθω σαντούρι! — Ε, και γιατί μαθές πέφτεις στα πόδια μου; — Γιατί δεν έχω παράδες να σε πλερώσω! — Έχεις μεράκι για σαντούρι; — Έχω. — Ε, κάτσε, μωρέ, κι εγώ δε θέλω πλερωμή!». Έκατσα μαζί του ένα χρόνο κι έμαθα. O Θεός ν’ αγιάσει τα κόκαλά του, θα ’χει πια πεθάνει. Αν ο Θεός βάζει στην Παράδεισο και σκύλους, ας βάλει και τον Ρετσέπ-εφέντη. Από τον καιρό που έμαθα σαντούρι, γίνηκα άλλος άνθρωπος. Όταν έχω σεκλέτια ή όταν με ζορίσει η φτώχεια, παίζω σαντούρι κι αλαφρώνω. Όταν παίζω, μου μιλούν και δεν ακούω· κι αν ακούσω, δεν μπορώ να μιλήσω. Θέλω, θέλω, μα δεν μπορώ.
[…]
Αναδημοσιεύεται από το Ψηφιακό Σχολείο .