Στα σχολικά βιβλία τα ανθολογημένα κείμενα δεν είναι σχεδόν ποτέ ολόκληρα: τα μυθιστορήματα παρουσιάζονται τεμαχισμένα και μονταρισμένα με περιλήψεις που ενώνουν το πριν και το μετά, τα διηγήματα κάποιες φορές απλοποιούνται ή και λογοκρίνονται, τα ολόκληρα ποιήματα αποσπώνται από τις συλλογές τους και παρουσιάζονται σε άλλες ενότητες, πριν και μετά από άλλα κείμενα, με απόφαση των ανθολόγων. Όλα τα κείμενα πλαισιώνονται από εισαγωγές, περιλήψεις, ερωτήσεις, ζωγραφιές, εικόνες, φωτογραφίες. Τί είναι λοιπόν στην πραγματικότητα αυτό που διδάσκεται στο μάθημα της λογοτεχνίας; Το λογοτεχνικό κείμενο ή κάποιο άλλο διαφοροποιημένο;
Για να απαντήσουμε θα μας βοηθήσει η θεωρία του Basil Bernstein για την αναπλαισίωση (recontextualization). Η έννοια της αναπλαισίωσης αναφέρεται στους φορείς και τις διαδικασίες μετασχηματισμού και μεταφοράς ενός κειμένου από το πεδίο παραγωγής στο πεδίο αναπαραγωγής του. Κατά τον Bernstein (1989, 230-232), διακρίνουμε τρία κρίσιμα αλληλεξαρτώμενα πλαίσια παιδαγωγικού λόγου, πρακτικής και οργάνωσης. Το πρωτογενές, το δευτερογενές και το πλαίσιο αναπλαισίωσης. Το πρωτογενές πλαίσιο είναι αυτό στο οποίο συντελείται η παραγωγή του λόγου. Η διαδικασία με την οποία ένα κείμενο τοποθετείται εδώ, ονομάζεται πρωτογενής πλαισίωση.
[…] νέες ιδέες δημιουργούνται επιλεκτικά, τροποποιούνται και αλλάζουν και ειδικευμένοι λόγοι αναπτύσσονται, τροποποιούνται και αλλάζουν […].
Αυτό το πλαίσιο δημιουργεί το διανοητικό πεδίο του εκπαιδευτικού συστήματος.
Αυτό το πεδίο και η ιστορία του δημιουργούνται από τις θέσεις, σχέσεις και πρακτικές που προκύπτουν από την παραγωγή μάλλον παρά από την αναπαραγωγή παιδαγωγικού λόγου και τις πρακτικές της.
Στην περίπτωσή μας, υπάρχει ο θεσμός της λογοτεχνίας με την κυκλοφορία των λογοτεχνικών κειμένων στα βιβλιοπωλεία, στο διαδίκτυο με τη μορφή βιβλίων, με τη μορφή λογοτεχνικών περιοδικών, στα οποία περιλαμβάνεται τόσο η λογοτεχνία όσο και η μετα-γλώσσα της, η λογοτεχνική κριτική, με τις ιστορίες της λογοτεχνίας, τους κριτικούς, τα κρατικά βραβεία, τους εκδοτικούς οίκους, τους ακαδημαϊκούς, όλο εκείνο το πλέγμα που συγκροτεί και κατασκευάζει τον λογοτεχνικό θεσμό. Το πρωτογενές πλαίσιο παραγωγής είναι όχι η συγγραφή της λογοτεχνίας, αλλά η «παιδαγωγικοποίησή» της, ο χώρος τον οποίο έχουμε συνηθίσει να ονομάζουμε διδακτική της λογοτεχνίας ή, στα νεότερα χρόνια, λογοτεχνική εκπαίδευση. Αυτό, από την άποψη του λόγου για τη λογοτεχνία και τη διδασκαλία της. Υπάρχει, όμως, και το τί της λογοτεχνίας, το οποίο αποτελεί στην περίπτωση αυτή την επιλεκτική ανθολόγηση του λογοτεχνικού λόγου στα σχολικά ανθολόγια, καθώς και της δημιουργίας και συγκρότησης του σχολικού κανόνα (Κουντουρά 2002· Αποστολίδου & Κουντουρά 2007).
Το δευτερογενές πλαίσιο, στο οποίο συντελείται η αναπαραγωγή του λόγου (το πεδίο αναπαραγωγής) με τα διαφορετικά του επίπεδα, τους φορείς, τις θέσεις και τις πρακτικές του, αναφέρεται στην επιλεκτική αναπαραγωγή του παιδαγωγικού λόγου και διακρίνουμε τέσσερα επίπεδα: τριτοβάθμιο, δευτεροβάθμιο, πρωτοβάθμιο και προσχολικό. Στο εσωτερικό κάθε επιπέδου μπορεί να υπάρχει ένας βαθμός εξειδίκευσης φορέων.
Σύμφωνα με τον Bernstein, υπάρχει και ένα τρίτο πλαίσιο, το οποίο «δομεί ένα πεδίο (ή υποσύνολο πεδίων) του οποίου οι θέσεις, οι φορείς και οι πρακτικές έχουν ως αντικείμενο τις μετακινήσεις κειμένων από το πρωτογενές στο δευτερογενές πλαίσιο παραγωγής του παιδαγωγικού λόγου» (Bernstein 1989, 231). Οι μετακινήσεις αυτές ρυθμίζονται από το πλαίσιο αναπλαισίωσης, το οποίο περιλαμβάνει μια σειρά πεδίων ικανών να ασκούν επιρροή στους φορείς και στις πρακτικές στο εσωτερικό της εκπαίδευσης.
Όταν οι φορείς αναπλαισίωσης, οι οποίοι λειτουργούν σε θέσεις αυτού του πεδίου, ιδιοποιούνται ένα κείμενο, το κείμενο υπόκειται σε έναν ανασχηματισμό πριν την ανατοποθέτησή του. Η μορφή του μετασχηματισμού ρυθμίζεται από μία αρχή αποπλαισίωσης. Αυτή η διαδικασία απο-τοποθέτησης και ανα-τοποθέτησης του κειμένου κάνει το κείμενο να μην είναι πια το ίδιο.
Η μεταφορά και αναπλαισίωση του κειμένου από το πρωτογενές πεδίο στο συγκεκριμένο εκπαιδευτικό πλαίσιο (δευτερογενές πεδίο) είναι μια αιτιολογημένη, αν και όχι εντελώς αποδεκτή, διαδικασία, καθώς η ειδικευμένη μορφή του λογοτεχνικού λόγου χρησιμοποιείται στο σχολείο για άλλους λόγους από αυτούς που έχουν οι αναγνώστες όταν διαβάζουν λογοτεχνία. Το εκπαιδευτικό σύστημα, με τη συγκρότηση των Αναλυτικών Προγραμμάτων, καλείται να αξιοποιήσει το πρωτογενές πλαίσιο παραγωγής του λογοτεχνικού λόγου και, μέσω της διαδικασίας αναπλαισίωσης, να συγκροτήσει τη σχολική γνώση. Οι αλλαγές, οι μετακινήσεις, οι αλλοιώσεις και οι μεταμορφώσεις, οι απο-πλαισιώσεις και οι ανα-πλαισιώσεις των λογοτεχνικών κειμένων στην ενδιαφέρουσα πορεία τους από το πρωτογενές στο δευτερογενές πεδίο παραγωγής, συγκροτούν και συνθέτουν τον σχολικό λογοτεχνικό κανόνα.