Ένας παράγοντας που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη για την κατανόηση του σχολικού λογοτεχνικού κανόνα και του τρόπου με τον οποίο διαμορφώνεται και λειτουργεί, είναι ο συγκεντρωτικός χαρακτήρας του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Σε κάθε τάξη διδάσκονται συγκεκριμένα κείμενα που προέρχονται όλα από το εγκεκριμένο από το Υπουργείο Παιδείας σχολικό βιβλίο. Καθώς μάλιστα υπάρχει ο άγραφος κανόνας της «βολικής» διδασκαλίας των ίδιων κειμένων σε όλα τα τμήματα μιας τάξης ενός σχολείου, από τον ισχύοντα σχολικό κανόνα προκύπτει ένα ακόμη μικρότερο υποσύνολο κειμένων, τα οποία διδάσκονται από όλους τους φιλολόγους μιας τάξης και εξετάζονται στις τελικές εξετάσεις: σύνολο δέκα κειμένων, που μπορεί να είναι σύντομα διηγήματα, αποσπάσματα από μεγάλα διηγήματα και μυθιστορήματα ή και αυτοτελή ποιήματα ή αποσπάσματα συνθετικών ποιημάτων.
Εδώ θα πρέπει να συνυπολογίσουμε και την πραγματικότητα του μοναδικού στην τάξη σχολικού ανθολογίου κειμένων νεοελληνικής λογοτεχνίας που εμφανίζεται με μεγάλη καθυστέρηση στην ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης. Το 1977, μετά τη μεταπολίτευση, εκδόθηκαν για πρώτη φορά τα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, δηλαδή τα σχολικά βιβλία, με τα οποία διδάσκονται λογοτεχνία οι μαθητές με κριτήρια καθαρά λογοτεχνικά. Μέχρι τότε το περιεχόμενο των βιβλίων ήταν κυρίως φρονηματιστικό και η γλώσσα των κειμένων η καθαρεύουσα (Κουντουρά 2002). Με άλλα λόγια, τα κριτήρια επιλογής δεν ήταν ούτε η λογοτεχνικότητα αλλά ούτε και η παιδοκεντρικότητα. Τα σχολικά ανθολόγια Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και οι επόμενες σειρές που τα αντικατέστησαν, αποτελούν, πολλές φορές, τα μοναδικά ανθολόγια λογοτεχνικών κειμένων στο ελληνικό σχολείο. Δυστυχώς, πολλά σχολεία δεν έχουν βιβλιοθήκες ή βιβλιοθήκες τέτοιου είδους, οι οποίες θα μπορούσαν να στηρίξουν τη διδασκαλία της λογοτεχνίας επαρκώς με ανθολογίες ποίησης και διηγημάτων, με εφηβική λογοτεχνία κ.ο.κ. και, με τον τρόπο αυτό, να επιτρέπουν τον εμπλουτισμό των κειμένων του σχολικού λογοτεχνικού κανόνα.