Τα Αναλυτικά Προγράμματα και τα σχολικά βιβλία αποτελούν μία σαφή έκφανση του κυρίαρχου παιδαγωγικού λόγου. Οι συντάκτες των προγραμμάτων και οι ανθολόγοι (σχεδόν ποτέ οι ίδιοι) γονιμοποιούν ιδέες από την επιστήμη της Φιλολογίας και των θεωριών της λογοτεχνίας, πραγματοποιώντας μια αναπλαισίωση (recontextualization) των θεωριών και της γνώσης της Φιλολογίας. Μέσω της αποπλαισίωσης από τον λογοτεχνικό κανόνα, τα κείμενα αποκολλώνται από το σώμα της εθνικής λογοτεχνίας και αναπλαισιώνονται ως νέα κείμενα, διαμορφώνοντας τα σχολικά εγχειρίδια και, κατ’ επέκταση, δημιουργώντας τη σχολική γνώση. Οι συντάκτες των Αναλυτικών Προγραμμάτων και των σχολικών εγχειριδίων επηρεάζουν σαφώς τη διαδικασία της αναπλαισίωσης που υφίσταται η λογοτεχνική ιστορία μέσω της ιδεολογίας τους. Πρόκειται, επομένως, για τη σχολική εκδοχή του λογοτεχνικού κανόνα.
Κώδικας για τον Bernstein είναι η αρχή (το πολιτισμικά προσδιορισμένο ιδίωμα), στην οποία βρίσκονται εγγεγραμμένες οι σχέσεις εξουσίας και οι αρχές κοινωνικού ελέγχου. Οι αρχές αυτές ρυθμίζουν, δηλαδή επιλέγουν και συνδυάζουν τα κατάλληλα νοήματα, τις μορφές με τις οποίες αυτά παράγονται και το πλαίσιο εντός του οποίου αναδεικνύονται. Οι κώδικες, λοιπόν, είναι αρχές που ρυθμίζουν την επικοινωνία και τις πρακτικές μας (τί και πώς μπορεί να κοινοποιηθεί). Οι κώδικες ως ρυθμιστικές αρχές προσλαμβάνονται από τα υποκείμενα σιωπηλά και ρυθμίζουν τη συμπεριφορά και τη συνείδησή τους. Ακριβώς δε επειδή είναι ταξικά προσδιοριζόμενες αρχές ρύθμισης και συμβολικοί μηχανισμοί εξουσίας και ελέγχου είναι αυτοί που τοποθετούν άνισα τα υποκείμενα μέσα στις κοινωνικές σχέσεις (Σολομών· στο Bernstein 1989, 22-23).
Μπορούμε να θεωρήσουμε ως κώδικες τα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας: εδώ βρίσκονται εγγεγραμμένες οι ρυθμιζόμενες σχέσεις εξουσίας (ποιος αποφασίζει τους συντάκτες των ανθολογίων, ποιος αποφασίζει τί θα ανθολογηθεί και τί όχι από τον λογοτεχνικό κανόνα, ποιοι συγκεκριμένοι συγγραφείς θα ανθολογηθούν και σε τί ποσοστό κλπ.) και οι αρχές κοινωνικού ελέγχου (λ.χ. η ποίηση της ήττας και γενικότερα η λογοτεχνία της αριστεράς ή η λογοτεχνία με «αριστερό προσανατολισμό» με τον τρόπο και στον βαθμό που είναι ανθολογημένη είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα των σχέσεων εξουσίας και των αρχών κοινωνικού ελέγχου. Αποκομμένη από τα συμφραζόμενα και επανατοποθετημένη στο σχολικό βιβλίο, η ποίηση αυτή χάνει τις εννοιολογικές της φορτίσεις και τη σημασία της).
Αυτό δεν γίνεται στα ΚΝΛ μόνο επειδή τα κείμενα είναι ανα-πλαισιωμένα από το πρωτογενές πλαίσιο παραγωγής που είναι ο λογοτεχνικός λόγος στα βιβλία με όσες μεταβολές και μετασχηματισμούς υποδείξαμε, αλλά και γιατί τα αναπλαισιωμένα κείμενα μέσω της συγκεκριμένης χρήσης τους αλλάζουν, μεταμορφώνονται, αλλοιώνονται, συμβολοποιούνται, χρησιμοποιούνται για σκοπούς διαφορετικούς από αυτούς για τους οποίους γράφτηκαν. Η επανειλημμένη χρήση, λ.χ., ενός λογοτεχνικού κειμένου στο πλαίσιο μιας σχολικής γιορτής, μπορεί να ακυρώσει την πρώτη σημασία του και, εντέλει, να οδηγήσει στη «σχολειοποίησή» του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το Γ΄ Ανάγνωσμα από το Άξιον εστί του Ελύτη («τις ημέρες εκείνες έκαναν σύναξη μυστική τα παιδιά…»), το οποίο έχει γίνει πλέον αναφορά στις μέρες του Πολυτεχνείου με τη συχνή χρήση (ίσως και κατάχρηση) του αποσπάσματος στις σχολικές γιορτές και στα αντίστοιχα βιβλία που υπάρχουν για αυτές εν είδει βοηθήματος στους εκπαιδευτικούς.
Η διαδικασία αυτή οριστικοποιείται στις εξετάσεις, κατά τις οποίες τα προς εξέταση κείμενα είναι λίγα και συγκεκριμένα κάθε φορά, συνοδεύονται από την παραφιλολογία των φυλλάδων αλλά και από τις ενίοτε λανθασμένες ερμηνείες των συντακτών των βιβλίων. Για παράδειγμα, στο ποίημα «Μνήμη» του Μάρκου Μέσκου, από το ανθολόγιο της Γ΄ Λυκείου, ο Οδυσσέας του τελευταίου στίχου δεν είναι ο ομηρικός Οδυσσέας, όπως καταλαβαίνουν οι συντάκτες του ανθολογίου και αναπαράγουν συνεχώς τα λυσάρια, αλλά ο συγγραφέας του αντιπολεμικού Στάλαγκ VI C, Όμηρος Πέλλας, ψευδώνυμο του Οδυσσέα Γιαννόπουλου.
Οι κώδικες λοιπόν είναι αρχές που ρυθμίζουν την επικοινωνία και τις πρακτικές μας. Τα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας ουσιαστικά εμπεριέχουν τί μπορεί να κοινοποιηθεί στους μαθητές από το corpus της λογοτεχνίας και να διδαχθεί στη σχολική τάξη. Με τις ερωτήσεις κάτω από κάθε κείμενο υποβάλλουν, επίσης, και το πώς θα διδαχθεί. Από την άλλη, όπως προείπαμε, ως ρυθμιστικές αρχές και συμβολικοί μηχανισμοί εξουσίας και ελέγχου, οι κώδικες τοποθετούν άνισα τα υποκείμενα στις κοινωνικές σχέσεις. Οι μαθητές, λ.χ., των μορφωμένων γονιών θα διακρίνουν τα λάθη από τα σωστά, θα μάθουν να είναι επαρκείς αναγνώστες μέσω των συμβάντων γραμματισμού (literacy events) της οικογένειας (Barton 1994). Τα υπόλοιπα παιδιά θα μείνουν με την εντύπωση ότι «το τρελλοβάπορο» του Ελύτη από τον Ήλιο τον Ηλιάτορα είναι ένα ποίημα για τη φύση! Το κυριότερο, όμως, είναι ότι θα μείνουν με την ιδέα ότι ο Ελύτης είναι ο «σχολικός» Ελύτης, δηλαδή ένας εθνικός και «αγιοποιημένος» ποιητής, καθώς τα βλάσφημα, τα ερωτικά, τα αναρχικά, τα ανατρεπτικά ποιήματά του μέσα από την επιλεκτική, κατά τη συγκρότηση των ανθολογίων, αναπαραγωγή του παιδαγωγικού λόγου δεν βρήκαν τον δρόμο τους (βλ. και Χοντολίδου 2001). Τα νεαρά κορίτσια θα ταυτιστούν με τις ηρωίδες των λογοτεχνικών κειμένων, οι μη χριστιανοί και οι αλλοεθνείς μαθητές δεν θα βρουν τον εαυτό τους πουθενά στα κείμενα.