Η σχέση του σχολικού λογοτεχνικού κανόνα με την ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας είναι στενή. Ενώ στις δύο πρώτες τάξεις του Γυμνασίου η διδασκαλία της λογοτεχνίας είναι οργανωμένη σε θεματικές ενότητες υπακούοντας στη διεθνή αναγνώριση της ανάγκης της παιδοκεντρικότητας στις μικρές ηλικίες, από την Γ΄ Γυμνασίου και σε όλες τις τάξεις του Λυκείου η διδασκαλία γίνεται ιστορικά, με έναν πολύπλοκο τρόπο (αναμειγνύοντας σε κάθε βιβλίο περιόδους παλαιότερες και νεότερες), ενώ σε κάθε κεφάλαιο προτάσσονται μικρές εισαγωγές. Η ανθολόγηση των κειμένων είναι αντιπροσωπευτική κάθε περιόδου, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ηλικία και τα ενδιαφέροντα των παιδιών. Για παράδειγμα, περίοδοι της νεοελληνικής γραμματείας ή λογοτεχνικά κείμενα που μόνο από φοιτητές της Φιλολογίας μπορούν και πρέπει να μελετηθούν, είναι αντικείμενο κεφαλαίων των σχολικών ανθολογίων (π.χ. Άνθη Ευλαβείας, Παλαιά Αθηναϊκή Σχολή). Είναι αδιαμφισβήτητο ότι από την ιστορική αυτή εξέταση απουσιάζει η ιστορική γνώση και η πραγματική συνάντηση των μαθητών με την ιστορία: του συγγραφέα, του κειμένου, των ίδιων των μαθητών. Άλλωστε, η διδασκαλία της ιστορίας στο ελληνικό σχολείο είναι ένα πρόβλημα που η κατάληξή του κάνει αισθητή την παρουσία του με εκκωφαντικό τρόπο στις εισαγωγικές εξετάσεις για τα πανεπιστημιακά τμήματα και σχολές. Στο πλαίσιο αυτό, η διδασκαλία της ιστορίας της λογοτεχνίας
αποτελεί πάντα ένα δύσκολο στοίχημα για τη διδακτική της λογοτεχνίας γενικά […] διότι, ας μη ξεχνούμε πως η ιστορία της λογοτεχνίας ακολουθεί το βηματισμό της εθνικής ιστορίας και προϋποθέτει όχι μόνο τη γνώση αυτής, αλλά και την εξοικείωση με τα σύμβολα, τους μύθους και τις αξίες της.