Το απόσπασμα ανήκει στον τρίτο τόμο της μυθιστορηματικής τριλογίας του Μ. Καραγάτση , που περιλαμβάνει τον Κοτζάμπαση του Καστρόπυργου (1944), το Αίμα χαμένο και κερδισμένο (1947) και Τα στερνά του Μίχαλου (1949).
Ο Λουκάς ο Πύρρος ιστόρησε στον Μίχαλο τα γεγονότα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, όπως τα είδε με τα μάτια του. Κι όπως τα έκρινε με το λογικό, το πρακτικό μυαλό του.
[…]
Το στασιαστικό κίνημα… Όλος ο κόσμος ήξερε πως πρόκειται να γίνει. Κι όπως όλος ο κόσμος, το ήξερε κι η κυβέρνηση. Μα οι πληροφορίες της ήσαν λειψές. Νόμιζε πως μόνον ο Μακρυγιάννης με τα παλικάρια του θα ενεργούσε, οπόταν η καταστολή ήταν εύκολη. Δεν ήξερε πως είχε μυηθεί κι ο στρατός της Πρωτεύουσας.
Ο στρατός της Πρωτεύουσας. Δηλαδή από ένα τάγμα πεζικού, ιππικού και πυροβολικού. Οι στρατιώτες —παιδιά του λαού— ήσαν πιστοί στον βασιλιά κι ούτε είχαν καμιά διάθεση να χύσουν το αίμα τους για τη νεφελώδη κι ακατανόητη ιδέα του Συντάγματος. Σαν πειθαρχικοί όμως στρατιώτες, ήσαν υποχρεωμένοι να εκτελέσουν τις διαταγές των πεντέξι αξιωματικών τους, που ήσαν μυημένοι στη συνωμοσία.
Από κακή οργάνωση, οι συνωμότες έκαναν λάθος ολέθριο. Ο Μακρυγιάννης δεν ειδοποιείται ότι το κίνημα αναβλήθηκε για 24 ώρες, στο σπίτι του, τη νύχτα της 1ης προς 2α Σεπτεμβρίου. Η κυβέρνηση το πληροφορείται και στέλνει εναντίον του απόσπασμα χωροφυλακής. Από μια μεριά, ήταν αργά, επειδή οι ένοπλοι του Μακρυγιάννη είχαν σκορπίσει πριν φτάσουν οι χωροφύλακες. Από την άλλη όμως, το επεισόδιο θα ’πρεπε να ξυπνήσει την κυβέρνηση. Μα οι ανεύθυνοι υπουργοί κι ο αδρανής διανοητικώς βασιλιάς δεν πολυανησύχησαν. Κι ούτε πήραν κανένα μέτρο.
Το άλλο βράδυ —2 προς 3 Σεπτεμβρίου— ο Μακρυγιάννης ξανασυγκεντρώνει τα παλικάρια του κι αρχίζει —σύμφωνα με το σχέδιο— τους πυροβολισμούς. Αμέσως καταφθάνει έφιππος χωροφυλακή και δυο τάγματα από Μανιάτες, υπό τον Σταύρο Γρίβα, και περικυκλώνουν το σπίτι του. Απόδειξη πως η κυβέρνηση είχε αρκετές πιστές —μη μυημένες στο κίνημα— δυνάμεις. Αλλά δεν είχε πρωτοβουλία, νεύρα, αποφασιστικότητα ν’ αντιδράσει…
Ο Σταύρος Γρίβας κατορθώνει να πιάσει μερικούς από τους στασιαστές. Οι αποδέλοιποι το ’σκασαν. Απόμεινε μέσα στο σπίτι μόνον ο Μακρυγιάννης με εφτά πιστούς. Μόλις ξημέρωνε, ο Γρίβας θα τον έπιανε κι αυτόν, να τον περάσει από το έκτακτο στρατοδικείο, που είχε καταρτισθεί βιαστικά, μες στη νύχτα.
Έτσι, ο Μακρυγιάννης έκανε το στασιαστικό του χρέος, δίχως μεγάλη επιτυχία. Τώρα, έπρεπε κι οι άλλοι αρχηγοί του κινήματος να κινηθούν. Αλλά ο Μεταξάς, ο Λόντος κι ο Μοθωνίτης προτίμησαν να κρυφτούν, αφήνοντας τον Καλλέργη να βγάλει τα μάτια του.
Ο Καλλέργης —αξιωματικός «αστάθμητος και τολμητίας», κατά την κρίση του Ν. Δραγούμη— είχε αναλάβει την αρχηγία της στρατιωτικής πλευράς του κινήματος. Το ιππικό, που το διοικούσε ο ίδιος, ήταν —φυσικά— εξασφαλισμένο. Ο διοικητής του πεζικού Σκαρβέλης είχε μυηθεί από το Μακρυγιάννη. Ο διοικητής του πυροβολικού ταγματάρχης Σχινάς είχε μυηθεί κι αυτός. Μα κρατούσε στάση εφεκτική.
Μόλις άκουσε ο Καλλέργης τους πυροβολισμούς της ομάδας Μακρυγιάννη, πήρε σβάρνα τους δρόμους της Αθήνας, για να εξασφαλίσει τάχα την τάξη. Στην πραγματικότητα, έψαχνε να βρει τον Μεταξά, τον Λόντο και τον Μοθωνίτη, να πάρει τις στερνές οδηγίες. Μα οι τρεις γενναίοι αρχηγοί ήσαν ανεύρετοι. Μην ξέροντας τί να κάνει ο Καλλέργης, πήγε στο στρατώνα του πεζικού, όπου βρήκε το τάγμα έτοιμο να κινηθεί. Οι στρατιώτες περίμεναν όρθιοι, μες στη νύχτα, με το όπλο παρά πόδα. Ούτε μπορούσαν να φανταστούν για τί είδους «υπηρεσία» τους προόριζαν.
Ο Καλλέργης έκανε μερικές βόλτες μπροστά στο συντεταγμένο τάγμα, μη μπορώντας να πάρει απόφαση. Δεν ήξερε τί να κάνει. Στο τέλος, χωρίς να πολυσυλλογιστεί, είπε στους φαντάρους μερικά ασυνάρτητα λόγια, τράβηξε το σπαθί του και φώναξε:
— Ζήτω το σύνταγμα!
— Ζήτω το σύνταγμα! φώναξαν κι οι φαντάροι, γιατί έτσι έκριναν πως έπρεπε να κάνουν.
— Εμπρός, μαρς! πρόσταξε ο Καλλέργης.
Το τάγμα ξεκίνησε. Κατέβηκε την οδόν Αιόλου, ανέβηκε την οδόν Ερμού και κατασκήνωσε μπροστά στ’ ανάκτορα. Σκοτάδι πίσσα κι ερημιά απόλυτη. Πώς μπορεί να γίνει «λαϊκή» επανάσταση δίχως την παρουσία ούτ’ ενός πολίτη; Έπρεπε να εξαναγκασθεί οπωσδήποτε ο «λαός» να κάνει μια οποιαδήποτε εμφάνιση, για να σωθούν τα προσχήματα. Διατάζει λοιπόν ο Καλλέργης, μερικούς στρατιώτες να τριγυρίσουν τους δρόμους της Αθήνας. Κι όποιον διαβάτη αργοπορεμένο συναντήσουν, να τον αναγκάσουν, έστω και με σπαθιές, να πάει στο παλάτι. Επειδή όμως δεν ήταν σίγουρος πως το μέτρο αυτό θα είχε ικανοποιητικήν απόδοση, διέταξε ν’ ανοίξουν τις φυλακές και να φέρουν, με το στανιό, τους φυλακισμένους. Έτσι μαζεύτηκε κάμποσος κόσμος. Ιδίως κατάδικοι των φυλακών, αρκετοί αλήτες της αγοράς και ελάχιστοι πολίτες. Όλοι αυτοί ήρθαν με το στανιό. Προστέθηκαν στους στρατιώτες, που κατά διαταγήν είχαν έρθει κι αυτοί. Και διατάχτηκαν από τον Καλλέργη να φωνάζουν: «Σύνταγμα! Σύνταγμα!»
Ο Όθων ξύπνησε από τη φασαρία και βγήκε στο παράθυρο.
— Τί συμβαίνει; ρώτησε τον Καλλέργη.
— Ο λαός και ο στρατός —αποκρίνεται αυτός με θράσος— επανεστάτησαν και ζητούν σύνταγμα!
— Ας διαλυθούν, είπε ο βασιλιάς. Και θέλω μεριμνήσει διά τα αιτήματά των.
Βλέποντας όμως τον Καλλέργη ασάλευτο κι εχθρικό, αποφάσισε να επιβληθεί ο ίδιος. Με φωνή δυνατή, διατάζει τους στρατιώτες να γυρίσουν στον στρατώνα. Μα ο Καλλέργης, με θαυμαστή παρουσία πνεύματος, την ώρα που μιλούσε ο βασιλιάς, άρχισε να φωνάζει «Προσοχή!» και να δίνει διάφορα παραγγέλματα, σε τρόπο να σκεπάσει τη φωνή του Όθωνα. Και το κατάφερε. Οι στρατιώτες δεν άκουσαν τη βασιλική διαταγή. Εξάλλου δεν ήξεραν τί να κάνουν: τον βασιλιά να υπακούσουν, ή τους αξιωματικούς τους; Κι ύστερα, τα μεγάλα αυτά παιδιά, που έτρεχε στις φλέβες τους το ανυπόταχτο κι επαναστατικό αίμα της ελληνικής φυλής, άρχισαν να διασκεδάζουν με την παράξενη ιστορία. Και ξελαρυγγίζονταν γυρεύοντας σύνταγμα, δίχως να έχουν ιδέα περί τίνος πρόκειται. Αρκεί να γίνεται φασαρία…
Ο βασιλιάς, μετά την αποτυχία της προσωπικής επιβολής του, τραβήχτηκε απ’ το παράθυρο. Δεν είχε πια τίποτα να κάνει. Και περίμενε, υπομονετικά, την εξέλιξη των γεγονότων. Στο αναμεταξύ, οι πολιορκημένοι στο σπίτι του Μακρυγιάννη έμαθαν τα γεγονότα στο παλάτι και πήραν κουράγιο. Έπεσαν μερικές ντουφεκιές, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ένας ενωμοτάρχης. Όταν όμως οι πολιορκητές έμαθαν κι αυτοί πως ο στρατός στασίασε, έχασαν το ηθικό τους και διαλύθηκαν. Έτσι, ο βασιλιάς έμεινε δίχως καμιάν υλική δύναμη να καταπνίξει τη στάση μιας ντουζίνας τολμηρών αξιωματικών. Ο λαός της Αθήνας, ανοργάνωτος και ακαθοδήγητος, δεν είχε ιδέα τί συνέβαινε. Αλλά και να είχε, δεν ήταν σε θέση ν’ αντιδράσει.
Ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα. Στους στρατιώτες και τους αλήτες που ξελαρυγγίζονταν ζητώντας σύνταγμα, προστέθηκε το πλήθος των κομματικών δούλων. Ήρθαν κι άλλοι πολλοί αργόσχολοι, να κάνουν χάζι. Ήρθε κι η στρατιωτική μουσική, να διασκεδάζει τους επαναστάτες! Η υπόθεση γινόταν αρκετά ευτράπελη σ’ εκδήλωση, παρά την τραγικότητα της ουσίας της.
Από τη στιγμή που ο βασιλιάς δεν είχε τα μέσα να επιβάλει την τάξη, οι στασιαστές είχαν τη δυνατότητα να επιβάλουν τη θέλησή τους στο βασιλιά. Πριν καλοξημερώσει, συνήλθε το Συμβούλιο Επικρατείας, που το αποτελούσαν κοτζαμπάσηδες και πολέμαρχοι του Αγώνα. Οι περισσότεροι ήσαν μυημένοι στη στάση. Οι άλλοι ακολούθησαν άβουλα το ρεύμα που —εξάλλου— υπηρετούσε τα ταξικά κι ατομικά τους συμφέροντα.
Χωρίς πολλές συζητήσεις, οι Σύμβουλοι Επικρατείας πήραν την κατάσταση στα χέρια τους. Δηλαδή, έστειλαν επιτροπή στον Όθωνα κι απαίτησαν: πρώτα, να δεχτεί τα αιτήματα των στασιαστών. Κι ύστερα, να διορίσει πρωθυπουργό τον αρχηγό της στάσης Μεταξά. Ο Όθων υπέκυψε δίχως αντίρρηση…
Μ. Καραγάτσης, Τα στερνά του Μίχαλου, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1996, σ. 203 & 205-209.