Το παρακάτω είναι ένα ενδεικτικό απόσπασμα από την Ορθοκωστά (1994), μια νουβέλα με την οποία ο Θ. Βαλτινός επανέρχεται (μετά την Κάθοδο των Εννιά) στο θέμα του Εμφυλίου και στις σκοτεινές, ενδεχομένως και άρρητες μέχρι τότε, πτυχές του.
Τα Τάγματα έγιναν το ’44, Μαρτίου τέλη. Μάρτη μήνα κατέβηκε ο Παπαδόγγονας στην Τρίπολη. Ποιος δεν το ’ξερε ότι οι Γερμανοί χάνουν; Ποιος δεν το ’βλεπε; Αλλά εκεί. Να εξουδετερωθείς. Να φύγεις από τη μέση. Να σκοτωθείς ή να σου κολλήσει η ρετσινιά του προδότη. Αυτή ήτανε η ιστορία.
Η δομή του κειμένου είναι αυτή μιας σειράς «μαρτυριών» για γεγονότα που έλαβαν χώρα στη γενέτειρα του Βαλτινού την περίοδο 1943-1944 — μαρτυρίες ακριβώς όπως η παραπάνω, που οδήγησαν στην κατηγορία για λογοτεχνική δικαίωση των ταγματασφαλιτών. Η διαμάχη που ξέσπασε τόσο το 1994, τη χρονιά της πρώτης έκδοσής του, όσο και το 2004, τη χρονιά που το κείμενο του Βαλτινού έγινε σημείο αναφοράς για το νέο κύμα της ιστοριογραφίας για τη δεκαετία του 1940 (και την αντίστοιχη διαμάχη των ιστορικών), κινήθηκε κυρίως γύρω από την παραπάνω κατηγορία. Ωστόσο, δεν ήταν η πρώτη φορά που η μυθοπλασία επιχειρούσε να συζητήσει την ηρωική (αριστερή) αφήγηση της Κατοχής και του Εμφυλίου, καθώς είχαν προηγηθεί έργα όπως οι Ακυβέρνητες Πολιτείες του Στρατή Τσίρκα ή το Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου (τα οποία ―ειδικά το έργο του Τσίρκα ― είχαν προκαλέσει τις δικές τους διαμάχες). Η διαφορά στην περίπτωση του Βαλτινού είναι ότι έχουμε μια λογοτεχνική εκδοχή μιας συγκεκριμένης, νεότερης, ιστορικής μεθοδολογίας, αυτής της προφορικής ιστορίας μέσω της συγκέντρωσης πρωτογενών μαρτυριών. Η μίμηση του ιστορικού τρόπου φαίνεται πως συγκροτεί μια αφήγηση με αυξημένες αξιώσεις αληθείας. Μπορούμε λοιπόν να εγκαλέσουμε το κείμενο για παραποίηση της ιστορικής αλήθειας; Ή από την άλλη, μπορούμε να το υπερασπιστούμε επικαλούμενοι την αυτονομία του λογοτεχνικού έργου;
Αν η πρώτη άποψη διαβάζει με αναγωγικούς όρους την ιστορία εντός της μυθοπλασίας, η δεύτερη περιχαρακώνει το κείμενο, αποκόπτοντάς το από τη δημόσια σφαίρα. Κοινό τους σημείο, αν και με διαφορετική αφετηρία: ότι ο μυθοπλαστικός λόγος δεν «αφηγείται την αλήθεια για το παρελθόν»· όπως όμως είδαμε εδώ στην ομότιτλη ενότητα, η έννοια της αλήθειας καθίσταται συνθετότερη όταν δεν την ερμηνεύουμε αποκλειστικά πραγματολογικά. Μπορούμε, επομένως, να κρίνουμε το κείμενο ως προς τη σχέση του με την ιστορία, και άρα να συζητήσουμε την «κοινωνική και ιδεολογική σημασία» που παράγει, διαβάζοντας όχι το πραγματολογικό του περιεχόμενο αλλά τα αφηγηματικά μέσα με τα οποία αυτό θεματοποιείται, κρίνοντάς το δηλαδή ως μυθοπλασία; Και πώς μοιάζει μια τέτοια ανάγνωση; Μετά τις αρχικές αντεγκλήσεις, οι κριτικοί, χωρίς να συμφωνούν πάντα μεταξύ τους, δοκίμασαν τέτοιες αναγνώσεις, θέτοντας ερωτήματα όπως:
- Ποια η λειτουργία της πλαισίωσης των μαρτυριών από τον τίτλο, την προμετωπίδα (από τους Ψαλμούς), τον πρόλογο (του μοναχού Ισαακίου, στη μονή της Ορθοκωστάς) και τον ανασκευαστικό επίλογο (από τον ανώνυμο επικριτή του Ισαακίου);
- Ποια η σημασία της διασάλευσης της γραμμικής αφηγηματικής τάξης, της χαλαρής σύνθεσης; Απουσιάζει ο παντογνώστης αφηγητής ή υπάρχει υπόρρητη αφηγηματική οργάνωση — και ποιες είναι οι συνέπειες για την ερμηνεία;
- Ποια η σημασία της αφηγηματικής ποιητικής της πολλαπλότητας των μαρτυριών; Πρόκειται για ένα πολυφωνικό κείμενο ή κατ’ ουσίαν μονολογικό — συγκλίνουν δηλαδή οι πολλές φωνές σε μια και μόνο άποψη ή όχι; Μήπως αυτό που μιλά είναι το «βουβό υποκείμενο της ιστορίας» (Πολίτη 1996), σε μια λοιπόν όχι μονολογική αλλά συλλογική αφήγηση; Αν πάλι θεωρήσουμε ότι οι διαφορετικές φωνές δεν συγκλίνουν, τί σημαίνει αυτή η πολυφωνία για την προτεινόμενη ιστορική ερμηνεία;
Ερωτήματα όπως τα παραπάνω μάς οδηγούν να διαβάσουμε το κείμενο ως μυθοπλασία μεν, αλλά ως μυθοπλασία που συνομιλεί —όχι με το παρελθόν αλλά— με τον ιστορικό λόγο για το παρελθόν· η μίμηση ιστορικού λόγου μάς κατευθύνει όχι στο να κρίνουμε την πραγματολογική διάσταση των αφηγούμενων αλλά τη διαπλοκή ιστορικού και μυθοπλαστικού λόγου στο πεδίο της αναπαράστασης, με άλλα λόγια όχι μόνο το τί αλλά και το πώς της αφήγησης — και κάτι ακόμα: τον τρόπο με τον οποίο αυτά τα δύο μαζί στοιχειοθετούν την ιδεολογία του κειμένου [μικρή παρένθεση: έχουμε συνηθίσει να μιλάμε για ιδεολογία ως κάτι αντίθετο της αλήθειας — εδώ όμως η αναφορά στην ιδεολογία είναι κοντύτερα στον λεξικογραφικό ορισμό ]. Οι νεότερες μελέτες αυτό διερευνούν — ανεξάρτητα από τις διαφορετικές ερμηνείες που προτείνουν, η ίδια η μέθοδος συνιστά έναν τρόπο ανάγνωσης που δεν στερεί από το κείμενο ούτε το δικαίωμα επινόησης ούτε το δικαίωμα παραγωγής κοινωνικής σημασίας, συμμετοχής στο πλέγμα δημόσιων λόγων γύρω από ένα τραυματικό ιστορικό παρελθόν, καθώς μάλιστα μπορούμε νόμιμα να έχουμε «υποψίες ότι το κείμενο δεν πραγματεύεται τα γεγονότα αλλά τη σύγχρονη μνήμη τους» (Παϊβανάς 2012, 190· βλ. και Calotychos 2000· Παπαηλία 2007· Παπαθεοδώρου 2007).