«Πώς το παρελθόν γίνεται ιστορία;» ― αυτό το ερώτημα είναι ο τίτλος ενός πρόσφατου βιβλίου για τη θεωρία της ιστοριογραφίας (Λιάκος 2007). Η διάκριση αυτή του τίτλου, μεταξύ παρελθόντος και ιστορίας, μας ενδιαφέρει εδώ γιατί αναδεικνύει το γεγονός ότι η γνώση μας για το (μη βιωμένο) παρελθόν είναι αναγκαστικά διαμεσολαβημένη, μέσω της ιστορικής γραφής· με άλλα λόγια, ότι παρελθόν και ιστορία δεν είναι το ίδιο πράγμα.
Η θεώρηση της ιστορικής γραφής, της ιστοριογραφίας, ως μιας αντικειμενικής επιστήμης είναι προϊόν του θετικιστικού 19ου αιώνα. Τί συνέβαινε μέχρι τότε; H επινόηση ―δηλαδή, με σημερινή ορολογία, το μυθοπλαστικό στοιχείο― θεωρούνταν στοιχείο της ιστορικής γραφής και ο ιστορικός λόγος ανήκε στην αρμοδιότητα της ρητορικής. Επινόηση και ιστορική (δηλαδή, σε αυτά τα συμφραζόμενα, πραγματολογική) εξιστόρηση δεν αντιπαρατίθενται, αλλά συνεργούν στη φιλοσοφική σύλληψη και κατανόηση της αλήθειας· σύμφωνα, άλλωστε, με τον γνωστό αριστοτελικό ορισμό (Περί Ποιητικής 1451a 36-38 ), η ποίηση (η λογοτεχνία με δικούς μας όρους, έστω και απλουστευτικά) ήταν φιλοσοφικότερη από την ιστορία, καθώς η αλήθεια της είναι καθολικότερων αξιώσεων. Ωστόσο, σταδιακά από τον 18ο και κυρίως στον 19ο αιώνα η ιστορία πήρε τα πρωτεία ως κύρια πηγή αλήθειας για το παρελθόν, καθώς από λόγος γίνεται μέθοδος με επιστημονικά εχέγγυα: μέσα από τη μελέτη των πηγών και την εξάλειψη της υποκειμενικής ερμηνείας του ιστορικού τα γεγονότα «μιλούν από μόνα τους».
Πού οφείλεται όμως η μεγάλη επιτυχία της ιστοριογραφίας του 19ου αιώνα, που στον δυτικό κόσμο υπήρξε καταλυτική για τις εθνικές συνειδήσεις και συστατική της δημόσιας σφαίρας; Από τη σκοπιά του 21ου αιώνα μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι, αν η ιστοριογραφία της εποχής του εθνορομαντισμού μπόρεσε να πετύχει, είναι όχι μόνο γιατί αξιοποίησε τις νέες μεθόδους του θετικισμού και του εμπειρισμού, αλλά γιατί, ως γραφή, ως λόγος, αξιοποίησε και τις τεχνικές τού ―επίσης νέου― είδους του μυθιστορήματος, και ειδικότερα τον αφηγηματικό τρόπο του μυθιστορηματικού ρεαλισμού , μια αφηγηματική τεχνική που επιτρέπει ακριβώς «τα γεγονότα να μιλούν από μόνα τους», φαινομενικά (Πολίτη 2004). Με άλλα λόγια, ιστορικός και μυθοπλαστικός λόγος πήραν μεν επίσημα διαζύγιο, αλλά δεν έπαψαν ποτέ να επικοινωνούν και, ακόμα περισσότερο, να αλληλεπιδρούν, καθώς ως λόγοι εντάσσονται σε ένα κοινό γένος, αυτό της αφήγησης (White 2015).
[…] o ιστοριογράφος […] επιχειρώντας να αναπαραστήσει τα ιστορικά γεγονότα στο χαρτί, βρίσκεται μπροστά σ’ ένα χάος δεδομένων, τα οποία για να αποκτήσουν την εξηγητική τους αξία πρέπει να ενταχθούν και να οργανωθούν σε πλοκή. Αναγκαστικά, επομένως, «ποιεί» μια αφήγηση [...]. Η ιστορικότητα της ανθρώπινης εμπειρίας, όντας, λοιπόν, αφηγηματοποιημένη, διέρχεται αναγκαστικά μέσα από τη γλώσσα, γεγονός που ενέχει μια μετάλλαξη.
Δεν θα συζητήσουμε εδώ την κριτική που έχει δεχθεί η παραπάνω θέση, που έχει τις ρίζες της στη θεωρία της ιστοριογραφίας του δεύτερου μισού του 20ού αι., αλλά και τις γόνιμες επεξεργασίες του ιστοριογραφικού κλάδου στις οποίες οδήγησε· θα κρατήσουμε μόνο το γεγονός ότι ιστορία (με την έννοια της ιστορικής γραφής — δεν μπαίνουμε εδώ σε ζητήματα επιστημονικής μεθοδολογίας) και μυθοπλασία συναρτώνται ξανά στη σύγχρονη θεωρητική συζήτηση. Η ιστορία συλλαμβάνεται πάλι (και) ως λόγος και ως τέτοιος αναλύεται, όπως και η μυθοπλασία — το ίδιο, άλλωστε, ισχύει και για τις πρωτογενείς κειμενικές ιστορικές πηγές, τα δεδομένα πάνω στα οποία ο θετικιστικός λόγος του 19ου αιώνα έκτισε το οικοδόμημά του.
Έτσι, αυτό που αθώα αποκαλέσαμε [...] ‘πραγματικό ιστορικό πλαίσιο’ μέσα στο λογοτεχνικό κείμενο, εμφανίζεται τώρα να είναι το μετακείμενο της πρόσληψης (από το μυθιστοριογράφο) του κειμένου της σύνθεσης (από τον ιστορικό), το οποίο με τη σειρά του βασίζεται στην αποσπασματικότητα των πηγών, μέσα από τις οποίες μεταφέρεται το Συμβεβηκός.
Έτσι, για να επιστρέψουμε στο ζήτημα που μας απασχολεί, η αναπαράσταση του παρελθόντος εντός ενός μυθοπλαστικού κειμένου δεν μπορεί να κριθεί με αναγωγικούς όρους, δηλαδή με βάση το αν είναι πιστή ή όχι προς μια εξωτερική αντικειμενική ιστορική αφήγηση. Αντίθετα, και οι δύο αφηγήσεις κρίνονται όχι μόνο για τα ίδια τα γεγονότα που περιγράφουν (ως προς αυτό ο ιστοριογραφικός λόγος ακολουθεί τις δεσμεύσεις της επιστήμης), αλλά και για τον τρόπο πρόσληψης, αναπαράστασης και, άρα, ερμηνείας τους· η μυθοπλαστική αναπαράσταση ούτε απλά ψεύδεται ούτε απλά καθρεφτίζει την πραγματικότητα — παράγει τη δική της αλήθεια, παράγει «κοινωνική και ιδεολογική σημασία» (Παπαθεοδώρου 2002, 27), μέσω ακριβώς των μυθοπλαστικών αφηγηματικών της τρόπων. Το ερώτημα, λοιπόν, με το οποίο ξεκινήσαμε, «ποιος αφηγείται την αλήθεια για το παρελθόν;», πρέπει να αναδιατυπωθεί: πώς το παρελθόν γίνεται αφήγηση, μέσα από τη διαμεσολάβηση ποιων λόγων, με ποια αναπαραστατικά μέσα και αφηγηματικούς τρόπους και τί είδους γνώση ― τί είδους αλήθεια μάς προσφέρουν αυτοί;
Ο καιρός που περνάει πάνω από τα πολύχρονα κρεμασμένα κάδρα, αφήνει ένα τετράγωνο κομμάτι στον τοίχο με το αρχικό χρώμα. Αν σηκώσεις την άκρη της κρεμασμένης πάνω από το κρεβάτι κεντητής μπάντας, θα θυμηθείς το παλιό καθαρό χρώμα του καπνισμένου τοίχου, με όλο τον κίνδυνο, έτσι καθώς διπλώνεις το ύφασμα και καταστρέφεις τις αναλογίες και την προοπτική, να φέρεις τους άγριους διώκτες πολύ κοντά στον παράτολμο κλέφτη. Αν γελάσεις μ' αυτή τη σκέψη και αδιαφορώντας για τις συνέπειες σηκώσεις πιο πολύ το ύφασμα, τότε θα δεις την πίσω όψη του παραμυθιού, χαμένη τη μαγεία των χρωμάτων, την τεχνική ξεμπροστιασμένη, όλο κόμπους και στηρίγματα και μεγάλες βελονιές.
Αυτή η τεχνική, όλο κόμπους και στηρίγματα και μεγάλες βελονιές, είναι που επιτρέπει διαφορετικές αφηγηματικές αναπαραστάσεις του ίδιου ιστορικού γεγονότος, που με τη σειρά τους ενέχουν ιδεολογικές συνέπειες ως προς τον τρόπο σύλληψης του παρελθόντος, του τρόπου με τον οποίο το παρελθόν γίνεται πράγματι ιστορία.