Η πρώτη έκδοση του έργου της Πηνελόπης Δέλτα , από το οποίο προέρχεται το απόσπασμα, έγινε το 1937 — έκτοτε πήρε τη θέση του ως κλασικό παιδικό μυθιστόρημα. Η αναπαράσταση της ιστορίας γίνεται από την οπτική γωνία του ελληνικού εθνικισμού, οπτική που συζητιέται και από ένα σύγχρονο μυθιστόρημα, που συνομιλεί ευθέως με αυτό της Δέλτα, Το ηχομυθιστόρημα του Καπετάν Άγρα (1994) του Πάνου Θεοδωρίδη.
Πρωί ξεκίνησαν από το χωριό. Τούρκικο στρατό δε θ' αντάμωναν ως τη Νιάουσα, όπου, μηνυμένοι, τους περίμεναν οι Έλληνες. Και ως προς τους Βουλγάρους, ο Άγρας δεν τους λογάριαζε.
Πήραν πάλι τον ανήφορο. Μπροστά πήγαινε ο Αποστόλης και αμέσως πίσω του ο Άγρας.
Ο οδηγός ήταν ανήσυχος. Θαύμαζε τη μεγαλοψυχία του Αρχηγού, αλλά και φοβούνταν καμιά «μπρουσκάδα» στο δρόμο. Ήταν εύκολο να είχε στήσει μερικούς δολοφόνους εδώ κι εκεί ο γερο-Βούλγαρος, που από την παραμονή τη νύχτα είχε όλο τον καιρό να σηκώσει το χωριό. Μιας και φθάσουν στην ελληνική Νιάουσα, φόβο πια δεν είχαν. Μα στο μεταξύ, και Βουλγάρους αντάμωναν, και βουλγάρικα χωριά περνούσαν, και ξυλοκόποι οπλισμένοι έβγαιναν στο βουνό.
Τα μάτια του παντού γυρνούσαν, έψαχναν βράχους, χαμόδενδρα και πυκνοδεντριές, σταματούσαν σε κάθε σκιά, ξετρύπωναν κάθε αγρίμι, υποψιάζουνταν κάθε σούσουρο, ακόμα και του ανέμου μες στα κλαριά.
Κι έξαφνα ρίχθηκε μπρος στον Αρχηγό, σκεπάζοντάς τον με το σώμα του.
Την ίδια στιγμή, μια τουφεκιά έπεσε, κι ευθύς και δεύτερη, και μια σφαίρα τρύπησε την κάπα του καπετάν-Άγρα.
Μα οι άντρες είχαν δει τον καπνό μες στα χαμόδενδρα, είχαν ορμήσει, κι αιχμάλωτο έφεραν πάλι τον ίδιο γέρο της παραμονής εμπρός στον Αρχηγό τους.
— Γιατί το έκανες αυτό, παλιο-Βούλγαρε; του είπε με θυμό ο Άγρας.
— Για να σε σκοτώσω! αποκρίθηκε πάλι ο Βούλγαρος.
— Σκότωσέ με να σε δω! έκανε κοροϊδευτικά ο Άγρας, και του έτεινε το τουφέκι του.
Ευθύς το άρπαξε ο Βούλγαρος, έτοιμος να τραβήξει.
Με μια ξανάστροφη του πέταξε το τουφέκι από το χέρι ο Βασίλης, και τον έσυραν οι άντρες παράμερα.
— Δέσετέ τον πισθάγκωνα και φέρτε τον μαζί στη Νιάουσα, φώναξε ο Άγρας.
Και τράβηξε μπρος, με τον Αποστόλη και τον Τυλιγάδη.
Μα λίγα βήματα έκαναν, και πάλι μια τουφεκιά έσχισε την ήσυχη ατμοσφαίρα του βουνού.
Ο Άγρας στάθηκε ταραγμένος.
— Ποιος τραβά; φώναξε.
Μια στιγμή σιωπής ακολούθησε. Κι ένας-ένας βγήκαν από τους βάτους οι εύζωνοι και σίμωσαν.
— Ποιος τράβηξε; ρώτησε πάλι ο Άγρας.
Κανένας δεν αποκρίθηκε.
Γύρισε πίσω ο Άγρας και μπήκε στην πυκνοδεντριά όπου είχε ακουστεί η τουφεκιά.
Χάμω κοίτουνταν ο γερο-Βούλγαρος, με το κεφάλι τρυπημένο, και πλάγι του ο Βασίλης, με ματωμένα τα χέρια, τον συγύριζε, σταύρωνε τα χέρια του νεκρού στο στήθος του, και του έκλειε τα μάτια.
— Ποιος τον σκότωσε; φώναξε ο Άγρας έξω φρενών.
Ο Βασίλης σηκώθηκε.
— Εγώ, κύριε Αρχηγέ, αποκρίθηκε ήσυχα.
— Το είχα απαγορεύσει! Είπα να τον φέρετε στη Νιάουσα! αναφώνησε θυμωμένος ο Άγρας.
Χωρίς να υψώσει τη φωνή, ο Βασίλης είπε:
— Του έδωσες δίκαιο, κύριε Αρχηγέ, χθες, πως μας μισούσε. Γιατί, λέγει, σκότωσες το παιδί του. Και δεν ήξερες καν ποιος είναι, και αν αλήθεια του σκότωσες κανέναν. Τί να πω εγώ, που μου σκότωσε αυτός και μητέρα και γυναίκα, και ίσως και το παιδί μου;
— Τί λες! αναφώνησε ο Άγρας. Τον ξέρεις;
— Τον ξέρω. Τον ήξερα και αυτόν και το γιο του, που είχα ορκιστεί να τον σκοτώσω, και που μου πήρε την εκδίκησή μου ο Μανόλης ο Στενημαχίτης, ή κανένας σύντροφός του.
— Τούτος ο γέρος; Είναι ο πατέρας του Τόμαν Παζαρέντζε;
— Μάλιστα. Του χάρισες μια φορά τη ζωή. Και ως απάντηση, σκότωσε με άλλους, σαν και αυτόν, οκτώ ανύποπτα παιδιά του Τέχοβου.
— Το ξέρεις πως το έκανε αυτός, ο Τόμαν;
— Και αυτός, και ο πατέρας του, και όλο του το σόι! Μη λυπάσαι Βούλγαρο, κύριε Αρχηγέ. Όπου βρίσκεις έναν, πλάκωσέ του το κεφάλι, σα να 'ταν φίδι!
Μιλούσε ο Βασίλης αργά, μα με μίσος τέτοιο που έτρεμε η φωνή του, και τα χείλια του, και τα μεγάλα χέρια του.
Πηνελόπη Δέλτα, Στα μυστικά του βάλτου, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1977, σ. 289-291.