Το Ολοκαύτωμα , ως οριακό γεγονός της νεωτερικότητας, έχει αποτελέσει κεντρικό κόμβο στις συζητήσεις περί ιστορικής αναπαράστασης και των ορίων της, τόσο στο λογοτεχνικό πεδίο, με τη συζήτηση περί της ηθικής της αισθητικοποίησης του γεγονότος (Αμπατζοπούλου 1998), όσο και στο ιστοριογραφικό, καθώς μια «έντονη συζήτηση για τις αφηγηματικές λειτουργίες της ιστορίας διεξήχθη στο πλαίσιο του προβληματισμού για τις δυνατότητες αφήγησης και αναπαράστασης του Ολοκαυτώματος» (Γαζή 2010, 286).
Αυτά τα όρια φαίνεται σε πρώτη ματιά να υπερβαίνει ―αλλά ουσιαστικά συζητά― ένα «κείμενο» που, όχι τυχαία, επανέρχεται συχνά στις παραπάνω συζητήσεις: το γραφιστικό μυθιστόρημα (graphic novel) Maus του Art Spiegelman, δημοσιευμένο σε δύο τόμους, το 1986 και το 1991. Πρόκειται για την ιστορία ενός επιζώντος του Άουσβιτς όπως την διηγείται στον γιο του, στο παρόν της αφήγησης· το αφήγημα κινείται σε πολλαπλά χρονικά επίπεδα, ενώ ο γιος έχει τον ρόλο όχι μόνο του ακροατή αλλά και του βασικού οργανωτή της αφήγησης, είναι αυτός που προσπαθεί να καταγράψει τη μαρτυρία του πατέρα του. Η αφήγηση αποτελεί μια μαρτυρία, μια εργασία μνήμης, καθώς ο γιος-αφηγητής ταυτίζεται βιογραφικά με τον συγγραφέα-εικονογράφο· είναι χαρακτηριστική, άλλωστε, η κίνησή του να ζητήσει με επιστολή του στην εφημερίδα New York Times αλλαγή της ταξινόμησης του έργου από την κατηγορία fiction (μυθοπλασία) στη non-fiction (μη-μυθοπλαστικά έργα, μια κατηγορία που δεν βρίσκει αντίστοιχη μεταφραστική απόδοση στα ελληνικά). Εδώ δεν θα μπούμε στη συζήτηση για τη μνήμη και την αυτοβιογραφία· στο πλαίσιο της δικής μας συζήτησης το μυθοπλαστικό στοιχείο δεν ταυτίζεται με το ψεύδος και δεν έγκειται στο αν τα υπό αφήγηση γεγονότα είναι φανταστικά ή όχι αλλά στο ίδιο το γεγονός της αφηγηματοποίησής τους, στην επιλογή τρόπου αναπαράστασης, στο πλάσιμο της ιστορίας.
Η (μυθο)πλαστική πρόκληση του Maus ήταν διπλή: πρώτον, η επιλογή του ίδιου του αναπαραστατικού μέσου, των κόμικς, για τη συγκεκριμένη θεματική· δεύτερον, η επιλογή του τρόπου απόδοσης των ιστορικών προσώπων: οι Ναζί ως γάτες, οι Εβραίοι ως ποντίκια, οι Πολωνοί ως γουρούνια. Αν, σε πρώτη ματιά, αυτή η αλληγορική ιστορική αναπαράσταση κινδυνεύει να ερμηνευθεί ως στερεοτυπική, μια ανάλυση των αφηγηματικών τρόπων, λεκτικών και οπτικών, του «κειμένου» μπορεί να μας οδηγήσει σε άλλες ερμηνευτικές εκδοχές. Τί σημαίνει, για παράδειγμα, το γεγονός ότι η ζωόμορφη ταυτότητα μετατρέπεται σε κάποια καρέ κυριολεκτικά σε μάσκα, που φοριέται από τον γιο στο παρόν της αφήγησης — μήπως έτσι οι αλληγορίες και οι μεταφορές εκτίθενται, δεν φυσικοποιούνται, δεν θεωρούνται δηλαδή αυτονόητα αντίστοιχες με την ιστορική πραγματικότητα (λόγου χάρη η αναπαράσταση των Εβραίων ως ποντικιών δεν αποκαλύπτει τη φύση των υποκειμένων —δεν κρίνεται επομένως με όρους ιστορικής ακρίβειας— αλλά τη ρατσιστική ρητορική των ναζί); Ή πώς πρέπει να εκλάβουμε το γεγονός ότι ο πατέρας-αφηγητής αποκαλύπτεται κάποιες φορές αναξιόπιστος ή ότι ο γιος προσθέτει τις δικές του ή άλλες αντικρουόμενες αναμνήσεις, ότι, δηλαδή, η μνημονική αφήγηση παρουσιάζεται διαμεσολαβημένη (από τον πατέρα στον γιο, από τον γιο στο χαρτί) και η καταγραφή της εκτίθεται ως πρόβλημα;
Πρόκειται, επομένως, για ένα «κείμενο» υβριδικό —τόσο ειδολογικά όσο και ως προς τα μέσα αναπαράστασης που χρησιμοποιεί— που αναπαριστά το παρελθόν και συνάμα προσκαλεί τον αναγνώστη να σκεφτεί τις δυσκολίες και τα τεχνάσματα της αναπαράστασης, όχι για να υπονομεύσει την ιστορική μαρτυρία, αλλά για να δείξει τις δυσκολίες και τις ατραπούς της αναπαράστασής της, την ίδια στιγμή που επιχειρεί να αφηγηθεί (την) αλήθεια για το παρελθόν (LaCapra 1998).