Η διαδρομή από το θεωρούμενο πρώτο νεοελληνικό ιστορικό μυθιστόρημα , τον Αυθέντη του Μορέως (1850) του Α.Ρ. Ραγκαβή, εμπνευσμένο από το μεσαιωνικό Χρονικό του Μορέως και από τα διδάγματα του Walter Scott, και τον 19ο αιώνα με έργα όπως αυτά του Στέφανου Ξένου και του Κωνσταντίνου Ράμφου (αλλά και την έκκεντρη Πάπισσα Ιωάννα), στην πολυσυζητημένη γενιά του 1930 (τον κατοχικό και μετακατοχικό ιστορισμό των πεζογράφων της αλλά και την ποιητική αναζήτηση της ελληνικότητας) και από κει στη μεταπολεμική και μεταπολιτευτική περίοδο (με το ανοιχτό τραύμα του εμφυλίου) μέχρι τη σύγχρονη νέα άνοδο του ιστορικού μυθιστορήματος, είναι μια διαδρομή που έχει γίνει αντικείμενο αφήγησης από την κριτική πολλές φορές — ενδεικτικά αποσπάσματα τόσο των κριτικών όσο και των λογοτεχνικών κειμένων θα βρει ο αναγνώστης στις αντίστοιχες ανθολογήσεις αυτού του λήμματος.
Δεν θα ασχοληθούμε εδώ γραμματολογικά και ειδολογικά με το ιστορικό μυθιστόρημα (με όσα προβλήματα φέρει ο ορισμός του είδους, βλ. Κοσμάς 2002) — αυτό που ενδιαφέρει είναι η ευρύτερη διαπλοκή ιστορικού και μυθοπλαστικού λόγου. Έτσι, η παρακολούθηση της εξέλιξης της νεοελληνικής λογοτεχνίας στον άξονα της διαχρονίας έχει νόημα όταν συνδέει τη μυθοπλαστική πραγμάτευση του παρελθόντος με ευρύτερα ζητήματα (εθνικής και όχι μόνο) ταυτότητας και ιδεολογίας και στον άξονα της συγχρονίας: ποια η σχέση δηλαδή του μυθοπλαστικού κειμένου με την εποχή του.
Με άλλα λόγια, το μυθοπλαστικό κείμενο πρέπει να γίνεται αντιληπτό όχι ως ιστορική πηγή αλλά ως σημείο πολλαπλής ιστορικότητας, καθώς η επιλογή της εκάστοτε χρονικής περιόδου και ο τρόπος θεματοποίησής της μπορούν να μας πουν περισσότερα για τη στιγμή της συγγραφής του κειμένου παρά για το ίδιο το ιστορικό παρελθόν. Για παράδειγμα, μελετητές έχουν κάνει λόγο για ένα σύγχρονο εγχείρημα «επανεφεύρεσης της εθνικής ταυτότητας» (Bien 2005), μέσα και από την εκ νέου διαπραγμάτευση του νεοελληνικού παρελθόντος από τη μυθοπλασία· σε κάθε περίπτωση, η «επανεφεύρεση της εθνικής ταυτότητας» ―όσο μικρό ή μεγάλο και αν είναι τελικά το εύρος της― έχει να κάνει με ένα ευρύτερο πλέγμα λόγων και πρακτικών της μεταπολίτευσης, καθώς
η εκπνοή των βεβαιοτήτων που συσσώρευσε η Μεταπολίτευση, η κατίσχυση μιας εκτεταμένης οικονομικής ανασφάλειας, αλλά και η είσοδος των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία, που δημιούργησε μιαν έντονη αίσθηση υβριδικότητας, κάνουν το ελληνικό μυθιστόρημα να κοιτάξει, από μια περίοδο και μετά, πέρα από την περίκλειστη περιοχή της ιδιωτικότητας, ψηλαφώντας ξανά το συλλογικό […] [και ανασύροντας] στην επιφάνεια την αλήθεια και την ύπαρξη του φυλετικού και πολιτικού Αλλού, δοκιμάζοντας να τον κατανοήσει σε συνάρτηση με την αλήθεια και την ύπαρξη της από εδώ (οιονεί εθνικής) πλευράς.
Η αναψηλάφηση του συλλογικού, στην οποία αναφέρεται το παραπάνω παράθεμα, δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό αλλά μάλλον διεθνές φαινόμενο (αν και στην Ελλάδα εμφανίζεται πράγματι σταδιακά με τη μεταπολίτευση), και συναντάται με μια κατηγορία μυθοπλαστικών κειμένων που εντάσσονται στον μεταμοντερνισμό κάτω από τον όρο «ιστοριογραφική μεταμυθοπλασία» ή, μάλλον σαφέστερα, «μεταϊστορική μυθοπλασία» (Κοσμάς 2002, 67-68): μυθιστορήματα που θεματοποιούν και εκθέτουν την ίδια τη διαδικασία αφηγηματοποίησης του παρελθόντος, του τρόπου με τον οποίο «το παρελθόν γίνεται ιστορία» μέσω (και) της μυθοπλαστικής αφήγησης. Αυτό πάντως που για μας έχει σημασία είναι ότι, είτε μιλάμε για το παραδοσιακό ρεαλιστικό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα είτε για ένα μεταμοντέρνο μεταϊστορικό μυθιστόρημα, στόχος είναι να εξετάζουμε ταυτόχρονα την αναπαράσταση του παρελθόντος εντός της μυθοπλασίας και τους τρόπους με τους οποίους το κείμενο συνομιλεί με άλλους λόγους περί ιστορίας στη δημόσια σφαίρα, αλλά και να έχουμε συνείδηση και της ιστορικότητας της δικής μας ανάγνωσης.
Τα παραπάνω έχουν συνέπειες και για τη διδακτική πρακτική. Ας δούμε το παράδειγμα ενός ψηφιακού διδακτικού εργαλείου, τη χρονογραμμή «Ιστορία και Λογοτεχνία. Εικονική περιήγηση της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο» (ΚΕΓ 2012) : στο ιστορικό στιγμιότυπο «1866: Κρητική Επανάσταση» ανθολογούνται δύο αποσπάσματα, από την Παντέρμη Κρήτη (1945) του Παντελή Πρεβελάκη και από τον Βίο του Ισμαήλ Φερίκ Πασά (1989) της Ρέας Γαλανάκη αντίστοιχα. Μια κριτική διδακτική πρακτική μπορεί να αποφύγει την εργαλειοποίηση του μυθοπλαστικού λόγου σε μια θεματική ανθολόγηση, εγγράφοντας το κάθε κείμενο στην πολλαπλή του ιστορικότητα: αυτή της χρονικής στιγμής του 1866 που αποτελεί το θέμα και τον χρόνο της αφήγησης, αυτή της στιγμής συγγραφής-παραγωγής του κειμένου (από την αντίσταση στην ξενική κατοχή στη νέα διαπραγμάτευση χαρτογραφικών και ιδεολογικών συνόρων του 1989), αλλά και αυτή της στιγμής της ανάγνωσης (Αποστολίδου 2012). Η αναζήτηση αυτής της ιστορικότητας μας επιτρέπει, επιπλέον, και να αποφύγουμε την εργαλειακή χρήση της ιστορίας ως εξωκειμενικού πλαισίου (ή της μυθοπλασίας ως καθρέφτη της πραγματικότητας) και να προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε τους διαφορετικούς τρόπους, και τις ιδεολογικές τους συνέπειες, με τους οποίους κάθε φορά το «παρελθόν γίνεται ιστορία».