Αν η περιορισμένη έκταση συνιστά το κυριότερο γνώρισμα των μικροαφηγήσεων, με ποιους τρόπους και μέσα από ποιες στρατηγικές οι συγγραφείς επιδιώκουν να εξασφαλίσουν την αναγκαία συνοχή της αφήγησής τους;
Είναι γενικά αποδεκτό πως έναν ασφαλή τρόπο για να επιτευχθεί η πολυπόθητη αφηγηματική οικονομία συνιστά το πλούσιο δίκτυο διακειμενικών σχέσεων πάνω στο οποίο πολλοί συγγραφείς μικροαφηγήσεων επιλέγουν να δομήσουν τα κείμενά τους (Nelles 2012). Αναφορές στη Βίβλο, στην αρχαία ελληνική γραμματεία και μυθολογία, στη λαϊκή παράδοση ή σε κλασικούς συγγραφείς και έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας (Θερβάντες, Σαίξπηρ κ.ά.) είναι κάτι παραπάνω από συχνές και χρησιμοποιούνται ευρέως. Όχι σπάνια αξιοποιούνται και ευρύτερα διακείμενα που προέρχονται από άλλες τέχνες (τη μουσική, τον κινηματογράφο, τη ζωγραφική), αλλά και από την ιστορία ή την pop κουλτούρα. Στη μικροαφήγηση, λ.χ., «Ο άλλος ληστής» ο Γ. Μανουσάκης αξιοποιεί μια γνωστή ιστορία από τη Βίβλο, ενώ στο «Χρονικό» ο Χρίστος Ρουμελιωτάκης αναπλάθει δημιουργικά το ηθογραφικό διήγημα του Κ. Θεοτόκη «Πίστομα». Άλλες φορές οι διακειμενικές σχέσεις είναι περισσότερο γενικές και απηχούν ιστορικές πηγές ή τρέχουσες πολιτικές και κοινωνικές καταστάσεις (λ.χ. στις μικροαφηγήσεις «Κόψε μου το δεσμό, το γόρδιο» και «Νεοναζί, οδηγίες χρήσεως»).
Καθώς αποτελούν κοινό κτήμα της αναγνωστικής κοινότητας και μέρος της συλλογικής πολιτισμικής παράδοσης, τα διακείμενα αυτά μπορούν να αναγνωριστούν σχετικά εύκολα από τους αναγνώστες (ακόμη και στα περικειμενικά στοιχεία μιας μικροαφήγησης, λ.χ. στους τίτλους) και να εξυπηρετήσουν με ουσιαστικό τρόπο την επιδιωκόμενη οικονομία της αφήγησης. Σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα είναι συχνές και οι επανεγγραφές κειμένων, οι δημιουργικές δηλαδή και, ενίοτε, παρωδιακές ανασυνθέσεις γνωστών ιστοριών και μύθων. Ως τέτοιες μπορούν να θεωρηθούν οι σαράντα οκτώ διαφορετικές εκδοχές του παραμυθιού της Κοκκινοσκουφίτσας του Gilbert Lascault (Le Petit Chaperon Rouge, Partout 2007) ή τα δεκαεννιά μικρά πεζά που συγκροτούν τις Διεστραμμένες ιστορίες (Ύψιλον/Βιβλία 1988) του Αχιλλέα Κυριακίδη (βλ., λ.χ., την παρακείμενη «Διεστραμμένη ιστορία, ε»). Ο περιορισμός που θέτει στους συγγραφείς η μικρή φόρμα, το γεγονός δηλαδή ότι καλούνται με λίγες λέξεις να δημιουργήσουν έναν ολόκληρο κόσμο, τους ωθεί να αναζητήσουν νέους και σαφώς οικονομικότερους τρόπους για να αφηγηθούν τις ιστορίες τους, και ασφαλώς η χρήση ενός εύκολα αναγνωρίσιμου διακειμένου λειτουργεί προωθητικά για τη σύνθεση μιας μικροαφήγησης.