Το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα μιας μικροαφήγησης, εκείνο από το οποίο απορρέουν, θα έλεγε κανείς, όλα τα υπόλοιπα, είναι αναμφίβολα η συντομία και η περιορισμένη έκτασή της. Με ποιον ακριβώς τρόπο, όμως, μπορεί κανείς να διηγηθεί μια ιστορία όταν έχει στη διάθεσή του μόνο λίγες δεκάδες ή εκατοντάδες λέξεων;
Σίγουρα η ελαχιστοποίηση της φόρμας δεν μπορεί παρά να επηρεάζει άμεσα και με καθοριστικό τρόπο την ίδια την αφήγηση και τα εκφραστικά της μέσα. Εκείνο που μετρά περισσότερο σε ένα μικρό αφήγημα είναι η προσεκτική επιλογή των λέξεων και η ακρίβεια της διατύπωσης. Στον λίγο χώρο που καταλαμβάνει μια μικροαφήγηση δεν υπάρχουν περιθώρια για εκτενείς περιγραφές ούτε και για περιττές λεπτομέρειες. Αντίθετα, η αισθητική της αξία εξαρτάται άμεσα από τον βαθμό συνοχής της αφήγησης και την αποτελεσματικότητα της συμπύκνωσής της. Όπως σημείωνε χαρακτηριστικά ο Robert Shapard στα 1986, δίνοντας «μορφή στις μικρές γωνιές του χάους» οι μικροαφηγήσεις (sudden fiction) «μπορούν να κάνουν σε μία σελίδα ό,τι το μυθιστόρημα σε διακόσιες» (Shapard 1986, xvi).
Όπως είναι λογικό προκειμένου για τέτοιου είδους κείμενα, η έμφαση κατά κανόνα δίνεται σε μια αφήγηση που «δείχνει» περισσότερα από όσα «λέει», με στόχο την επίτευξη της μεγαλύτερης δυνατής αφαίρεσης. Σε κάποιες περιπτώσεις, η τάση αυτή αντικατοπτρίζεται τόσο στην επιλογή των χαρακτήρων (συνήθως απρόσωποι και επίπεδοι ήρωες, οι ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά των οποίων προκύπτουν έμμεσα, από τα συμφραζόμενα της αφήγησης) όσο και στη χρησιμοποίηση ακαθόριστων και ασαφών σκηνικών. Άλλες φορές πάλι εκείνο που προέχει είναι η εστίαση σε μια συγκεκριμένη στιγμή («Ταξιδεύοντας μόνος») ή σε ένα αντικείμενο που μπορεί να αποκτήσει συμβολικές διαστάσεις για τον αφηγητή και τα πρόσωπα («Μαύρο βότσαλο»).