Ο Lauro Zavala, καθηγητής λογοτεχνίας στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Πόλης του Μεξικού και επίμονος μελετητής των μικροαφηγήσεων, σε ένα κείμενό του με θέμα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των μικροαφηγήσεων, τις χαρακτήριζε ως το «είδος της τρίτης χιλιετίας». Έγραφε μάλιστα τότε, κλείνοντας το άρθρο του, πως αποτελούν:
το κλειδί για το μέλλον της ανάγνωσης, αφού σε κάθε μικροκείμενο (minitexto) μπορούμε, ίσως, να αναγνωρίσουμε τις αναγνωστικές στρατηγικές που μας περιμένουν στο γύρισμα της χιλιετίας.
Ίσως δεν θα ήταν υπερβολικό να υποστηρίξουμε πως, περισσότερο από κάθε άλλο κείμενο, οι μικροαφηγήσεις ενσωματώνουν στη δομή τους την ίδια τη διαδικασία της ανάγνωσης. Προϋποθέτουν γρήγορες, αποσπασματικές και δυνάμει επαναλαμβανόμενες αναγνώσεις, ικανές να τροποποιήσουν και να μεταβάλουν τη συμπεριφορά των σύγχρονων αναγνωστών, ανεξάρτητα από το μέσο (χαρτί ή οθόνη) στο οποίο τις διαβάζουν.
Πράγματι, χάρη στην υπαινικτική τους γραφή και την ποιητική τους συμπύκνωση, οι μικροαφηγήσεις αφήνουν μεγάλα περιθώρια ελευθερίας κατά την αναγνωστική διαδικασία. Οι ελλειπτικές δομές μιας σύντομης ιστορίας και ο παιγνιώδης τρόπος γραφής ορισμένων εξ αυτών αποτελούν μια πρόκληση για τον σύγχρονο αναγνώστη, καθώς καλείται να συμπληρώσει τα κενά της αφήγησης, να αναδείξει τις σιωπές της, ακόμη και να παράξει ο ίδιος το τελικό κείμενο, όπως, λ.χ., στην περίπτωση του «Κειμένου αριθμός 100» από τη συλλογή Εκατό του Γιάννη Ευσταθιάδη (Εκδόσεις Μελάνι 2013), μια «ιστορία» που αποτελείται από τις τρεις μόλις λέξεις του τίτλου της και από μια λευκή σελίδα.
Άλλες φορές, πάλι, το συχνά αιφνιδιαστικό κλείσιμο μιας μικροαφήγησης, απόρροια είτε της δραματικής κορύφωσης της αφήγησης είτε της ανατρεπτικής, χιουμοριστικής ματιάς του αφηγητή (βλ., λ.χ., τα παρακείμενα πεζά «Μεγάλος», «Το ναυάγιο» και «Νεοναζί, οδηγίες χρήσεως»), ξαφνιάζει τον αναγνώστη οδηγώντας τον πολύ συχνά σε νέες, εξίσου δημιουργικές, αναγνώσεις του κειμένου. Ο ενεργητικός αυτός ρόλος του αναγνώστη διαφαίνεται αρκετά καθαρά στο μικρό, μόλις 117 λέξεων (χωρίς την αφιέρωση), πεζό «Η ιστορία ενός οργάνου (Μεταγραφή αρμοδίου λήμματος)» του Αχιλλέα Κυριακίδη.
Στον Γιάννη Βαρβέρη
Γνωστή από αρχαιοτάτων χρόνων. Γλυκόηχη και χαμηλόφωνη, λένε πως απέδιδε ανέκαθεν, με σπάνια ευαισθησία, τα ευγενέστερα συναισθήματα του ανθρώπου. Με τον καιρό, η εισβολή άλλων (πιο «επιθετικών» και οξύτονων) οργάνων στο προσκήνιο περιόρισε τη χρήση της σε κάποια σποραδικά έργα που προσπαθούσαν να προσομοιάσουν σε παλαιότερες συνθέσεις. Σήμερα, δεν συγκαταλέγεται στα όργανα μεγάλης αξίας. Λησμονημένη, αλλά υπερήφανη, περιμένει τον δημιουργό που θ’ αγνοήσει οποιουδήποτε άλλου είδους επιταγές και θα την αναγάγει πάλι σε όργανο πρώτου μεγέθους. Μία από τις τελευταίες της σόλο εμφανίσεις ήταν σ’ ένα ποίημα του Ζαν Ρισπέν: κάποιος την κρατάει και τρέχει για να την πουλήσει, και καθώς τρέχει, σκοντάφτει, πέφτει χάμω, και τότε αυτή, σε μια cadenza όλο αυταπάρνηση, τον ρωτάει αν χτύπησε.
Ενταγμένη στη συλλογή με τον τίτλο Μουσική (1995) και πλαισιωμένη από άλλα μυθοπλαστικά κείμενα που αναφέρονται σε μουσικούς όρους ή θέματα, η μικροαφήγηση αυτή, ήδη από τον τίτλο της ή μάλλον εξαιτίας του, δημιουργεί σαφείς ερμηνευτικές προσδοκίες στον αναγνώστη, ο οποίος αποδίδει στην πολύσημη λέξη όργανο μία συγκεκριμένη ερμηνεία (μουσικό όργανο), η οποία επιβεβαιώνεται και από τη χρησιμοποίηση στο κείμενο λέξεων ή φράσεων που παραπέμπουν στη μουσική («γλυκόηχη και χαμηλόφωνη», «έργα» και «συνθέσεις», «σόλο εμφανίσεις» κ.ά.). Μόνο η ολοκλήρωση της, ούτως ή άλλως, σύντομης ανάγνωσης ωθεί τον αναγνώστη να αλλάξει την ερμηνεία του και να ανακαλέσει την έτερη σημασία της λέξης όργανο (όργανο του σώματος). Καθοριστική για αυτή τη διαφοροποίηση είναι η νέα προοπτική που ανοίγει η αναγνώριση του λογοτεχνικού διακειμένου που χρησιμοποιείται στο αφήγημα (εν προκειμένω, το ποίημα «Le coeur de ma mère» [= Η καρδιά της μητέρας μου] του Jean Richepin), γεγονός που δίνει τη δυνατότητα στον αναγνώστη να ξαναδιαβάσει το κείμενο ερμηνεύοντάς το διαφορετικά.