Ντιάλιθ’ ιμ, Χριστάκη

Δημητρίου Σωτήρης

Στο διήγημα αυτό από την πρώτη συλλογή του Σωτήρη Δημητρίου, πέραν της αρβανίτικης διαλέκτου, παρουσιάζει ενδιαφέρον η συγκρότηση της περιόδου και της πρότασης στην αφήγηση, σε σχέση με την εξέλιξη της ιστορίας. Τα καθοριστικά γεγονότα αποδίδονται με μικροπερίοδο λόγο και η επανάληψη κατέχει ιδιαίτερη θέση: «έλεγε, έλεγε», «πάλευε, πάλευε». Η επανάληψη αποτελεί καίριο στοιχείο στο διήγημα εν γένει, όπως φαίνεται στο ακόλουθο παράθεμα: «Είδε κι απόειδε, τα ’θαψε όλα μέσα της: τα μικρά της χρόνια, την αγάπη, τις φιλενάδες της. Έθαψε τις τρεχάλες, τα πεζούλια, τις μυγδαλιές. Έθαψε  βλέμματα πονεμένα, γελούμενα∙ βλέμματα, βλέμματα και χείλη. Έθαψε τη γλώσσα». Η επανάληψη υπογραμμίζει τη διάρκεια της προσπάθειας, του πόνου, της αποτυχίας. Η θαμμένη γλώσσα βρίσκεται ωστόσο στην καρδιά του διηγήματος και δεν είναι καθόλου αόρατη: εκφέρεται τόσο από τη φυσική ομιλήτρια-πρωταγωνίστρια του διηγήματος και δηλώνει το πιο βαθύ αίσθημα, όσο και από τους διώκτες της, αποτυπώνοντας τη βία της άρνησης της ετερότητας. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η επιλογή του Δημητρίου να μην επεξηγήσει τα σχετικά αποσπάσματα, μια επιλογή που κορυφώνεται στο έργο του Τους τα λέει ο Θεός (2002 ).

Θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον να συγκριθεί η χρήση των αρβανίτικων στον Σωτήρη Δημητρίου και στον Δημοσθένη Παπαμάρκο στα έργα του ΜεταΠοίηση (2012 ) και Γκιάκ (2014 ), καθώς υπηρετεί εντελώς διαφορετικούς στόχους σε δύο συγγραφείς που ανήκουν σε διαφορετική γενιά.

Από ’να πείσμα την πήρε.

Δεν τον πολυένοιαζε, μα πέσαν να τον φάνε οι δικοί του.

«Καλά, το ’χασες τελείως; Να μπάσουμε σπίτι μας την Αρβανίτω, την τέτοια, την πάντοια;»

Ιδίως οι αδερφές του ήταν κατηγορηματικές:

«Σπίτι μας δεν μπαίνει η παλιοσκιπιτάρ».

Βέβαια, πιο πολύ απ’ τη φυλετική της ιδιότητα τις πείραζε που, όταν έμπαινε στο φούρνο τους, σαν κάτι να ομόρφαινε.

Σε φούρνο λοιπόν τη γνώρισε.

Γερή, νοστιμούλα — ε, θεόφτωχη ήταν μα τα ’χε περασμένα κι αυτός τα τριάντα πέντε.

Δεν μπήκε σε οικογένεια η κοπέλα, μπήκε σε φιδοφωλιά. Μούτρα, μισόλογα, ξεθέωμα στις δουλειές, κι ο άντρας έκανε το πείσμα αδιαφορία. Βολεύτηκε. Τέρμα.

«Και να τ’ αφήσεις αυτά τα μιρ και τα μιρ. Δεν είναι Αρβανιτιά εδώ. Μπήκες σε σπίτι ρύζι καρολίνα. Τ’ άκουσες; Σε κάναμε άνθρωπο.»

Τόσο πολύ την εφόβισαν που, σαν της ερχόταν ακάλεστη καμιά λέξη απ’ την ψυχή στα χείλη, προλάβαινε και χτύπαγε δυνατά με τη χούφτα της το στόμα.

Τη μάνα της είχε μονάχα. Βρήκαν τρόπο οι αδερφές να τις ξεσμίξουν.

«Έρδε πράπε, μάνα», έλεγαν και ξεκαρδίζονταν, όταν την έβλεπαν.

Με το σύζυγο η επαφή ήταν μονάχα σαν την πλάκωνε με το κεφάλι μόνιμα πάνω απ’ το δικό της να την τρυπάει με το πηγούνι του. Έμεινε έγκυος και η κατάσταση ίδια. Την έπαιρνε απ’ τις τρεις το πρωί στο φούρνο. Κατόπι στο σπίτι να τους περετεύει όλους. Το ’ριξε το παιδί.

Τότε είναι που δεν ήξεραν τι έλεγαν: «Επίτηδες, η παλιοβρόμα, ποιος ξέρει τι έκανε!» και «Όταν σ’ τα λέγαμε εμείς!»

Πού να ξεσπάσει κι αυτός, σήκωσε χέρι και το καθιέρωσε. Το ψωμί άρπαζε, το κορμί της το πλήρωνε.

Ξανάμεινε έγκυος και παρακάλαγε νυχτοήμερα το Θεό να γεννήσει καλά για να τους ημερέψει.

Καθάρισε κι ένα χώρο στην καρδιά της κι έμεινε εκεί μέσα, όσο μπορούσε μακριά από φούρνους κι αδερφές. Καθάρισε το χώρο κι έβαλε και την Παναγία μέσα να τη βοηθήσει. Δε γνώριζε άλλον τρόπο ούτε είχε άλλον άνθρωπο.

Η μάνα της ερχόταν αραιά, καθόταν σιωπηλή κι έφευγε γρήγορα.

Κάποτε πήγε να της μιλήσει και την έκοψε.

«Βουβάσου, έχεις άντρα, χόρτασες ψωμί.»

Γέννησε, μα ούτε η καρδιά της ούτε η Παναγία νίκησαν το φούρνο και το τσαλαπάτημα.

Γέννησε άρρωστο παιδί. Μογγολικό.

Τότε έγινε η εχθρότητα. Ούτε κουβέντα πια, και την πιο άχρωμη!

Μονάχα την κοίταζαν, ποιος ξέρει πώς, γιατί ένιωθε το κορμί της να φοβάται και να ’ναι σε άμυνα.

Έφτανε η νύχτα να πλαγιάσουν κι έτρεμε σαν πλάγιαζε και κείνος. Δεν της είπε λέξη για το παιδί, και νόμιζε πως θα την κόψει χίλια κομμάτια. Κάθε βράδυ αυτό περίμενε.

Εντέλει, την έδιωξε απ’ το κρεβάτι του.

Τους έδωσαν, σ’ αυτή και το παιδί, μια κάμαρη και καμιά φορά ερχόταν και τη βάτευε γρήγορα.

Αν δεν είχε κείνο το άρρωστο πλάσμα, θα τρελαινόταν, θα σκοτωνόταν. Λες και το ’νιωθε το νήπιο, την έσφιγγε με δύναμη άντρα, από τριών ημερών.

Σ’ αυτό το αγκάλιασμα βρήκε παρηγοριά.

Αχώριστοι.

Ο τρόμος όμως, μέσα της. Όταν, σπάνια, ήταν μονάχοι στο σπίτι, πήγαινε να του τραγουδήσει στ’ αρβανίτικα, κι όλο και χωνόταν κάνα μουσούδι απ’ την πόρτα και τη σούβλιζε με τα μάτια.

Είδε κι απόειδε, τα ’θαψε όλα μέσα της: τα μικρά της χρόνια, την αγάπη, τις φιλενάδες. Έθαψε τις τρεχάλες, τα πεζούλια, τις μυγδαλιές. Έθαψε βλέμματα πονεμένα, γελούμενα· βλέμματα, βλέμματα και χείλη.

Έθαψε τη γλώσσα.

Έμεινε μονάχα ένα αγρίμι αλαφιασμένο που ’θελε το γιο της.

Μεγάλωνε και δεν έκανε βήμα από κοντά της. Τον έβγαζε έξω σε κρυφούς, σκοτεινούς δρόμους, μα τους μυρίζονταν τα παιδιά κι ερχόνταν κομπανία από πίσω, με πέτρες και κοροϊδίες.

Ο Χριστάκης ήταν απ’ τη μέση και κάτω αφύσικα χοντρός. Τον βάφτισαν «φοράδα», κι επειδή τραύλιζε πολύ ψιλά, νύχτα μέρα άκουγε επιτηδευμένες παιδικές φωνές, καμιά φορά κι από μεγάλους: «φοράδα, φοράδα».

Έβγαλε κι αυτό, σαν μεγάλωσε ζάντζες και παράξενα φερσίματα. Έβλεπε κοριτσάκια και κατέβαζε τα παντελόνια του. Ακόμα και σ’ αυτήν το αγκάλιασμά του άλλαξε. Στριφογύριζε, πιεστά, τα όργανά του στο κορμί της.

Πάλευε, πάλευε.

Θυμόταν πάντα που οι γιατροί είπαν, σαν γεννήθηκε, πως θα πεθάνει σε κάποια «μετεφηβεία». Την περίμενε, πότε σαν την πιο μεγάλη απειλή που θα την αφανίσει και πότε με προσμονή για να γλιτώσει πιο πολύ αυτό.

Πράγματι αρρώστησε, κι όλος εκείνος ο όγκος, η «φοράδα», ταχύτατα έμεινε σαν τσάκινο.

Πέθανε. Μέχρι να το παν στο νεκροταφείο, δεν έβγαλε άχνα.

Μόνο στο μυαλό της ερχόταν συνεχώς πως, σαν γέννησε το άρρωστο, χάρηκε από μια μεριά γι’ αυτόν τον παλιοπούστη που της χάλασε τη ζωή. Θυμόταν που καμιά φορά ζητούσε να πεθάνει και θυμόταν ακόμα συνεχώς πως δεν του τραγούδησε ποτέ στη γλώσσα τους, δε γιόμισε λιγάκι την ψυχή του μ’ αυτά που μπορούσαν, όσο μπορούσαν, να τη γιομίσουν.

Στο νεκροταφείο ξέσπασε.

Έπεσε στον τάφο κι αλάλαζε στ’ αρβανίτικα, λόγια αγάπης, αναθέματα, νανουρίσματα.

Ντιάλιθ’ ιμ, Χριστάκη μου, ντιάλιθ ’ιμ λούλε ε στουπίς, ορφανό μου, λούλε ου ε ζέζα με τους παλιανθρώπους. Αχ! χούνα ίμε, μου σπόβε σπίρτιν της μαύρης.

Κύματα κόκκινα πάφλαζαν στα σωθικά της οι λέξεις κι ανέβαιναν στο λαιμό να την πνίξουν.

Λιβάδια, μαργαρίτες, νύχτες και ματάκια, όνειρα της νιότης, θαμποί χειμώνες, πόνοι περασμένοι, χαμένοι ήλιοι, μανούσια και πρωτοβρόχια, τρυφερά, λες για παρηγοριά, της άλεθαν τα σπλάχνα, οι εικόνες, οι λέξεις.

Μέσα σε κείνο το μαύρο του πόνου, πρώτη της φορά ένιωθε, μετά από νεκρά εξευτελισμένα χρόνια, πως ζούσε.

Έπαιρνε βαθιά ανάσα κι άρχιζε. Έλεγε, έλεγε. Ποτάμι. Λύθηκε το κορμί της. Χτύπαγε παλαμάκια, πότε μ’ άφατο θυμό και πότε με τρελή χαρά.

Ζούμουρ, περιστέρι μου, λούλε ε στουπίς ου ε ζέζα, που δε σε χόρτασα φιλί. Έμεινα εσκρέτα μες στους λύκους. Ντιάλιθ’ ιμ, προστάτη μου, μ’ άφησες μονάχη.

Έπαιρνε χώματα και πέτρες απ’ τον τάφο και τα πέταγε στις αδερφές, στον κόσμο, στον άντρα.

Έλεγε και τις άλλες μέρες.

Της έφυγε τελείως ο φόβος και την κατέκλυσαν άλλα πράγματα.

Βρήκαν τρόπο και την έβαλαν σε ίδρυμα.

Σωτήρης Δημητρίου, Ντιάλιθ’ ιμ, Χριστάκη. Διηγήματα, Κέδρος, Αθήνα 41995, 51-56.

Λογοτεχνικά κείμενα
Κριτικά κείμενα