Το ύφος ως ανθρωπολογική κατηγορία

Το ύφος ανήκει σε εκείνη την κατηγορία εννοιών που βρίσκονται επί αιώνες στο επίκεντρο της συζήτησης για τη λογοτεχνία και τις τέχνες και ειδικότερα για την «κατασκευή» και την αισθητική αξία του έργου, χωρίς να έχει επιτευχθεί ομοφωνία ως προς τον ορισμό τους. Παράλληλα, ο όρος, ύφος, αλλά και στυλ/στιλ, χρησιμοποιείται ευρύτατα στην καθημερινή επικοινωνία και σε κάθε είδους κείμενα, με αναφορά σε τρόπους, μορφές και αντικείμενα, όπως προκύπτει από τα παραδείγματα στα δύο λήμματα, ύφος και στιλ, στα λεξικά, λόγου χάρη στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής:

ύφος το [ífos] Ο46 : 1α. ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο διατυπώνει κάποιος τα διανοήματά του στο γραπτό ή στον προφορικό λόγο, η συνειδητή επιλογή ορισμένων επαναλαμβανόμενων, κατά κανόνα, δομικών σχημάτων που απαρτίζουν ένα ιδιαίτερο γλωσσικό σύστημα, στο οποίο δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στη μορφή: ~ ποιητικό / γλαφυρό. Tο ~ τού σημειώματος έδειχνε ότι το έγραψε ο τάδε. Το μαχητικό ~ του περιοδικού προκαλούσε πολλές αντιδράσεις. Λεξικά ύφους. β. (γλωσσ.) επίπεδο ύφους, ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιεί κάποιος τη γλώσσα στον προφορικό ή στο γραπτό λόγο ανάλογα με την περίσταση επικοινωνίας. 2. η ψυχική διάθεση κάποιου, όπως αποτυπώνεται στα χαρακτηριστικά του προσώπου του: Οργισμένο / σοβαρό / ευχαριστημένο / χαρούμενο ~. Πήρε ένα αμήχανο ~. Τι ~ είναι αυτό; || γενικότερα, ο ιδιαίτερος τρόπος συμπεριφοράς κάποιου: Με κοίταξε με ένα μυστηριώδες / περισπούδαστο ~. (έκφρ.) παίρνω ~, παριστάνω, κάνω το σπουδαίο. έχει / με ~ δέκα καρδιναλίων*.

[λόγ.: 1α: ελνστ. ὕφος, αρχ. σημ.: ‘ύφανση’· 1β: σημδ. αγγλ. register· 2: σημδ. γαλλ. style]

Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

στιλ το [stíl] O (άκλ.) : 1α. ύφος1. β. τεχνοτροπία, ρυθμός: Έπιπλα ~ Λουδοβίκου IΔ΄ / αναγεννησιακού ~. ~ μπαρόκ / ροκοκό. Σπίτια σε νεοκλασικό ~. || Έπιπλα ~, κατασκευασμένα από σύγχρονους τεχνίτες σε σχέδια παλαιότερων, κλασικών ρυθμών. γ. η ιδιαίτερη μορφή, το σχέδιο που δίνει ένας δημιουργός σε ρούχα ή σε άλλα είδη καθημερινής χρήσης: Φούστα / παπούτσια σε μοντέρνο ~. Έπιπλα σε χωριάτικο ~. 2. (προφ.) ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρεται, κινείται ή ντύνεται ένα άτομο ή μια κατηγορία ανθρώπων: Έχει ένα προσωπικό / νεανικό ~. Άλλαξε ~ στο ντύσιμο. Δε μου αρέσει το ~ των ανθρώπων που κυκλοφορούν στα νυχτερινά κέντρα. Αυτή η γυναίκα έχει ~, ωραίο στιλ. || γενικά, ο τρόπος ενέργειας: Πρέπει να αλλάξουμε ~ δουλειάς / στη δουλειά μας. (έκφρ.) στο έτσι ~: α. έτσι, με αυτόν τον τρόπο. β. αδιάφορα, χωρίς λόγο, φιγουρατζίδικα. 3. η ιδιαίτερη τεχνική που ακολουθεί ένας αθλητής: ~ Φόσμπερυ, ιδιαίτερη τεχνική στο άλμα εις ύψος. στιλάκι το YΠOKOP στη σημ. 2.

[λόγ. < γαλλ. style < λατ. stilus ‘μακρόστενο μυτερό αντικείμενο’ (η γαλλ. γραφή με -y- από επίδρ. του αρχ. στῦλος)]

Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Το ύφος/στιλ δηλώνει χαρακτηριστικά που παραπέμπουν τόσο σε ιδιαιτερότητες της μορφής όσο και σε συλλογικά σχήματα, σε ρεύματα και τάσεις στη λογοτεχνία ή γένη και είδη, όπως και οι ρυθμοί στην τέχνη — σημειωτέον ότι η ίδια λέξη, style, δηλώνει τόσο το ύφος όσο και τον ρυθμό και την τεχνοτροπία.

Γράφει λοιπόν για τους ρυθμούς, ως συλλογικές πρακτικές και μορφολογίες, η Ελένη Βακαλό:

Πολλούς από τους όρους που αναφέρονται σε ρυθμούς δεν τους μεταχειριζόμαστε αποκλειστικά για τις εικαστικές τέχνες ή καν για την τέχνη μόνο. Λέμε π.χ. κλασικό ντύσιμο, κλασικό σαλόνι, μπαρόκ τραπεζαρία. Μιλάμε με τους ίδιους όρους και για έργα της μουσικής και της αρχιτεκτονικής. Ισχύουν ακόμη, για τη λογοτεχνία και το θέατρο. Υπάρχουν λοιπόν κοινά χαρακτηριστικά σε όλα αυτά τα διάφορα είδη. Κι αυτό μας δείχνει σαφέστερα ότι οι μορφές γενικά, από τις πιο κοινές ως τις έντεχνες, μεταφέρουν γνωρίσματα κάποιων τρόπων ζωής, συμπεριφοράς, αντίληψης που είναι διαδεδομένοι σε κάθε εποχή. Ξεκινούν δηλαδή από βασικότερες διαμορφώσεις και γι’ αυτό η εκδήλωσή τους δεν συναντιέται σ’ ένα ορισμένο είδος μόνο.

Βακαλό 2005, 17-18

Στον λόγο για τη λογοτεχνία, οι δύο όροι, ύφος και στιλ, εναλλάσσονται και δίνουν και οι δύο παράγωγες λέξεις: ο όρος ύφος τα ουσιαστικά που δηλώνουν τους γνωστικούς κλάδους μελέτης του ύφους, την υφολογία και την υφομετρία (σύγχρονος σχετικά γνωστικός κλάδος, μελέτη του ύφους με υπολογιστικές τεχνικές)· ο όρος στιλ το ουσιαστικό στιλίστας, ο συγγραφέας δηλαδή που επιδεικνύει ιδιαίτερη μέριμνα όσον αφορά την κατασκευή του κειμένου και διακρίνεται για το ύφος του, όπως και το επίθετο στιλιστικός, που αναφέρεται στο στιλ, αλλά και το ρήμα στιλιζάρω, που έχει την ακριβώς αντίθετη σημασία, δηλώνει την τυποποίηση, την έλλειψη πρωτοτυπίας στο έργο.

Ο όρος ύφος συνδέεται στα ελληνικά με την ύφανση, την υφή, όπως το κείμενο (text) στις λατινογενείς γλώσσες (texture). Αντίστοιχα, η λατινογενής λέξη style συνδέεται με την αρχαία γραφίδα, τον κάλαμο (stilus). Και στις δύο περιπτώσεις, ο όρος παραπέμπει στην ιδιαιτερότητα, της συγκρότησης-κατασκευής στα ελληνικά, της έκφρασης-γραφής στα λατινικά: όπως και να έχει, η ιδιαιτερότητα ενυπάρχει στην έννοια του ύφους. Εξού και η ευστοχία του γενικού ορισμού που προτείνει ο Laurent Jenny (2011): «ύφος είναι ο χαρακτηριστικός τρόπος μιας μορφής», τονίζοντας ότι το ύφος αφορά όλες τις αισθητικές κατηγορίες, αλλά και όλες τις ανθρώπινες πρακτικές. Είναι δηλαδή ένα ανθρωπολογικό στοιχείο και δεν σχετίζεται αποκλειστικά με κάποιο δημιούργημα. Η εννοιολογική πολλαπλότητα του ύφους σημειώνεται πολύ νωρίς στα ευρωπαϊκά λεξικά (βλ., λ.χ., το Dictionnaire du Moyen Français, 1330-1500 ). Στο γαλλικό λεξικό του Furetière (1690), stile «είναι τόσο ο τρόπος με τον οποίο εκφράζει κανείς τις σκέψεις του, ή γράφει, ο οποίος είναι διαφορετικός σε κάθε συγγραφέα ή θέμα»· είναι όμως, επίσης, και «ο διαφορετικός τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρεται κανείς όταν δρα».

Με την πολύπλοκη θεώρηση του ύφους συντάσσεται και ο Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, υποστηρίζοντας ότι το ύφος πρέπει να εξετάζεται διεπιστημονικά:

η θεωρητική αφετηρία για τον προσδιορισμό της έννοιας του ύφους και της ανάλυσής του δεν πρέπει να είναι μόνο γλωσσική, αλλά επιβάλλεται να λαμβάνονται υπόψη και τα πορίσματα συγγενών επιστημών, όπως είναι η ανθρωπολογία, η θεωρία της λογοτεχνίας, η κοινωνιολογία, η φιλοσοφία, η ψυχανάλυση, η ψυχιατρική, βιολογία κ.ά. Πρέπει ακόμη να επανεξετασθεί το πρόβλημα της επικοινωνίας, η οποία επηρεάζεται από κοινωνικούς, περιστασιακούς, εμπειρικούς, συναισθηματικούς και άλλους παράγοντες, χωρίς να παραβλέπουμε ότι σ’ όλη αυτή τη διαδικασία παραμένουμε άτομα. Αν υπάρχει ελπίδα να ερμηνευτεί κάποτε καλύτερα το πρόβλημα του ύφους, τότε η ελπίδα αυτή πρέπει να αναζητηθεί σε μια συστηματική διεπιστημονική συνεργασία στην οποία η γλωσσολογία έχει να παίξει πρωταρχικό ρόλο.

Χαραλαμπάκης, 1999, 72

Λογοτεχνικά κείμενα
Κριτικά κείμενα