Το ύφος ως πρακτική εξατομίκευσης διά του λόγου

Αποδεχόμενοι ότι σε κάθε περίπτωση το ύφος είναι, αναπόφευκτα και ασχέτως παραμετροποιήσεων, μια πρακτική εξατομίκευσης λόγου και διά του λόγου, σημειώνουμε τρία σημαντικά στοιχεία στην πρακτική αυτή στη λογοτεχνία (Jenny 2000). Πρώτον, η υφολογική επιλογή στη λογοτεχνία είναι ανοιχτή, σε αντίθεση με την κλειστή επιλογή επιπέδων και χαρακτηριστικών στην κοινωνιογλωσσολογία. Η επιλογή αυτή σημαίνει την επινόηση, το εύρημα, την ανοικτότητα ενός κειμένου — το οποίο στο στάδιο της ανάλυσης διατηρεί, πάντως, την κλειστότητά του. Η κλειστή επιλογή δεν μπορεί να εντοπίσει και να ερμηνεύσει επιλογές, όπως αυτή που ακολουθεί στο απόσπασμα από τον Κρητικό του Διονυσίου Σολωμού (3,20, 1-3), στον στίχο 2:

Ακόμη εβάστουνε η βροντή . . . . . Κι η θάλασσα, που σκίρτησε σαν το χοχλό που βράζει, ησύχασε και έγινε όλο ησυχία και πάστρα, [...]

Κρητικός

Ο Σολωμός χρησιμοποιεί τον αόριστο για να αποτυπώσει σαν σε πίνακα ζωγραφικής τη στιγμή της τρικυμίας, τη σημαντική στιγμή πριν τη γαλήνη, δηλαδή το τελευταίο κύμα. Είναι μια καινοτόμα επιλογή και δεν μπορεί να αποτιμηθεί εύκολα με όρους γλωσσολογικούς, αλλά εύκολα συσχετίζεται με πίνακες ζωγραφικής που απεικονίζουν τεράστια κύματα.

Αν το ύφος είναι γλωσσικό αποτύπωμα, κάτι σαν την υπογραφή μας (Goodman 1975), το αποτύπωμα αυτό μπορεί να είναι ατομικό, υπο-ατομικό ή υπερ-ατομικό. Ατομικό, όταν αναφέρεται σε ένα υποκείμενο λόγου· υπο-ατομικό, όταν αναφέρεται σε ένα έργο ή μια περίοδο του συγγραφέα και υπερ-ατομικό, όταν αφορά λόγου χάρη μια σχολή, μια εποχή. Με αφορμή τον Κρητικό μπορεί κανείς να διακρίνει το ύφος της ώριμης περιόδου του Σολωμού από τα πρώτα του ποιήματα, αλλά και από το ύφος της Επτανησιακής Σχολής (τον Γ. Μαρκορά, του οποίου ο «Όρκος» , λ.χ., έχει την ίδια θεματική με τον Κρητικό, ή τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη ). Ο Jenny (2000, 98) αναφέρεται εύστοχα στον Noam Chomsky, που διέκρινε ανάμεσα σε δύο μορφές γλωσσικής ικανότητας, εκείνη που εφαρμόζει τους κανόνες και εκείνη που αποκλίνει από αυτούς. Το τελικό ζητούμενο ίσως δεν είναι να ορίσουμε το ύφος ως απλή απόκλιση από κάποια νόρμα, αλλά ως διαφοροποίηση και εξατομίκευση που βρίσκει το πλήρες νόημά της όχι στη ρήξη αλλά στη συνέχεια ή, καλύτερα, στη σύγκλιση. Η σύγκλιση αυτή νοείται ως συστηματικότητα, η οποία δεν αποδεικνύει τη συνειδητότητα των επιμέρους επιλογών του συγγραφέα, αλλά τη βούληση «δημιουργίας έργου» από την πλευρά του.

Αυτή η εξατομίκευση, όμως, είναι στην πραγματικότητα εξωτερίκευση εσωτερικών αναπαραστάσεων, με τον τρόπο που την ορίζει ο Arthur Danto ως την «εξωτερική όψη ενός εσωτερικού συστήματος αναπαράστασης» (παρατίθεται στο Jenny 2000, 101). Το ύφος καθιστά ορατό τον τρόπο με τον οποίο κάποιος αναπαριστά τον κόσμο μέσα του, συχνά χωρίς ο ίδιος να αντιλαμβάνεται τον τρόπο αυτόν. Συνεπώς, το ύφος σχετίζεται με τις δομές βάθους του υποκειμένου και του κειμένου και κάπως έτσι καταλήγουμε στον κλασικό ορισμό του ύφους από τον Buffon: «ύφος είναι η τάξη και η κίνηση των σκέψεών μας» και «το ύφος είναι ο άνθρωπος», στην πολλαπλότητά του — όπου ο άνθρωπος όμως εδώ νοείται στη σχέση του με τον κόσμο και το ύφος ως «ένας νέος τρόπος συσχέτισης με τον κόσμο και τον εαυτό» (Macé 2016, 212).

Ας επανέλθουμε, όμως, στο παράδειγμα του Κρητικού. Μπορεί κανείς να μην προσέξει την παρήχηση των 8 α στον πρώτο στίχο του ποιήματος:

Εκοίταα, κι ήτανε μακριά ακόμη τ’ ακρογιάλι·

Μπορεί και να μην αντιληφθεί την ανοικτότητα της εικόνας στις αγκύλες, η οποία συσχετίζεται τόσο με το ξετύλιγμα της ανάμνησης όσο και με το κλάμα που ακολουθεί, όπως έχει επισημανθεί από την κριτική:

Έλεγα πως την είχα ιδεί πολύν καιρόν οπίσω, καν σε ναό ζωγραφιστή με θαυμασμό περίσσο, κάνε την είχε ερωτικά ποιήσει ο λογισμός μου, καν τ’ όνειρο, όταν μ’ έθρεφε το γάλα της μητρός μου· ήτανε μνήμη παλαιή, γλυκιά κι αστοχισμένη, που ομπρός μου τώρα μ’ όλη της τη δύναμη προβαίνει· σαν το νερό που το θωρεί το μάτι ν’ αναβρύζει ξάφνου οχ τα βάθη του βουνού, κι ο ήλιος το στολίζει. Bρύση έγινε το μάτι μου κι ομπρός του δεν εθώρα, κι έχασα αυτό το θεϊκό πρόσωπο για πολλή ώρα, [...]

Κρητικός

Στον βαθμό όμως που διαθέτει «οδηγίες χρήσεως» της λογοτεχνίας και της ποίησης, που έχει μυηθεί δηλαδή με κάποιο τρόπο στην ανάγνωσή της, αντιλαμβάνεται, έστω και αδρά ή συγκεχυμένα, τη διαρκή αλληλεπίδραση των στοιχείων σε όλα τα επίπεδα, που διερμηνεύει τη ρομαντική επιλογή στον Σολωμό και τη συγκεκριμένη έκφρασή της.

Θα κλείσουμε με έναν ορισμό του ύφους που φωτίζει τα παραπάνω παραδείγματα και εγκαθιδρύει μια απαραίτητη διάκριση ανάμεσα στη γλώσσα και στο ύφος. Ο Michael Riffaterre, αντιπαρατιθέμενος με τον Jakobson και την αμιγώς, κατά την αντίληψή του, γλωσσολογική του προσέγγιση, όριζε το ύφος ως εξής:

Ως ύφος νοείται η έμφαση (εκφραστική, συναισθηματική ή αισθητική) που προστίθεται, χωρίς σημασιολογική αλλοίωση, στην πληροφορία που φέρει μια γλωσσική δομή. Όπερ έστιν η γλώσσα εκφράζει και το ύφος υπογραμμίζει.

Riffaterre 1959, 155

Λογοτεχνικά κείμενα
Κριτικά κείμενα