Η «Ωδή στη Σαντορίνη» του Οδυσσέα Ελύτη πρωτοδημοσιεύτηκε το 1938 και προσδίδει στο νησί διαστάσεις ουτοπίας, μυθοποιώντας το ταυτόχρονα.
Βγήκες από τα σωθικά βροντής Ανατριχιάζοντας μες στα μετανιωμένα σύννεφα Πέτρα πικρή, δοκιμασμένη, αγέρωχη Ζήτησες πρωτομάρτυρα τον ήλιο Για ν’ αντικρίσετε μαζί τη ριψοκίνδυνη αίγλη Ν’ ανοιχτείτε με μια σταυροφόρο ηχώ στο πέλαγος
Θαλασσοξυπνημένη, αγέρωχη Όρθωσες ένα στήθος βράχου Κατάστιχτου απ’ την έμπνευση της όστριας Για να χαράξει εκεί τα σπλάχνα της η οδύνη Για να χαράξει εκεί τα σπλάχνα της η ελπίδα Με φωτιά με λάβα με καπνούς Με λόγια που προσηλυτίζουν το άπειρο Γέννησες τη φωνή της μέρας Έστησες ψηλά Στην πράσινη και ρόδινη αιθεροβασία Τις καμπάνες που χτυπάει ο ψηλορείτης νους Δοξολογώντας τα πουλιά στο φως του μεσαυγούστου
Πλάι από ρόχθους, πλάι από καημούς αφρών Μέσ’ από τις ευχαριστίες του ύπνου Όταν η νύχτα γύριζε τις ερημιές των άστρων Ψάχνοντας για το μαρτυρίκι της αυγής, Ένιωσες τη χαρά της γέννησης Πήδησες μες στον κόσμο πρώτη Πορφυρογέννητη, αναδυομένη Έστειλες ώς τους μακρινούς ορίζοντες Την ευχή που μεγάλωσε στις αγρυπνίες του πόντου Για να χαϊδέψει τα μαλλιά της πέμπτης πρωινής.
Ρήγισσα των παλμών και των φτερών του Αιγαίου Βρήκες με λόγια που προσηλυτίζουν το άπειρο Με φωτιές με λάβα με καπνούς Τις μεγάλες γραμμές του πεπρωμένου σου
Τώρα μπροστά σου ανοίγεται η δικαιοσύνη Τα μελανά βουνά πλέουν στη λάμψη Πόθοι ετοιμάζουν τον κρατήρα τους Στην παιδεμένη χώρα της καρδιάς Κι από το μόχθο της ελπίδας νέα γη ετοιμάζεται Για να βαδίσει εκεί με αετούς και λάβαρα Ένα πρωί γεμάτο ιριδισμούς Η φυλή που ζωντανεύει τα όνειρα Η φυλή που τραγουδάει στην αγκαλιά του ήλιου.
Ω κόρη κορυφαίου θυμού Γυμνή αναδυομένη Άνοιξε τις λαμπρές πύλες του ανθρώπου Να ευωδιάσει ο τόπος από την υγεία Σε χιλιάδες χρώματα ν’ αναβλαστήσει το αίσθημα Φτεροκοπώντας ανοιχτά Και να φυσήξει από παντού η ελευθερία
Άστραψε μες στο κήρυγμα του ανέμου Την καινούρια και παντοτινή ομορφιά Όταν ο ήλιος των τριών ωρών υψώνεται Πάνγλαυκος παίζοντας το αρμόνιο της Δημιουργίας.
Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση, Ίκαρος Αθήνα 62015, σ. 56-57.