Ο Ηλίας Λάγιος στην Έρημη γη (1996) παρωδεί το ποίημα The Waste Land (1922) του T.S. Eliot. Στην Έρημη χώρα ο Eliot, μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, χρησιμοποιώντας λογοτεχνικά σπαράγματα ή μοτίβα της δυτικής παράδοσης και της ινδικής φιλοσοφίας, γράφει ένα ποίημα για την πτώση του δυτικού κόσμου και την αποξένωση του σύγχρονου ανθρώπου. Ο Λάγιος χρησιμοποιώντας, αντίστοιχα, την ελληνική ποιητική παράδοση γράφει ένα ποίημα μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου για την Ελλάδα του Εμφυλίου. Το κείμενο πρότυπο συνιστά έναν αγωγό αναγνωρισμένου κύρους και εντείνει το δραματικό ύφος του νέου ποιητικού κειμένου. Βλ. Κωστίου 2005, 215-218 και Γαραντούδης 2005.
Τη θύμησή του κρατάνε τ’ αηδονάκια κι οι παχιόϊσκιες λαγγαδιές Τα καριοφίλια και τα σύγνεφα. Μπάτης σεμνός μέσ’ απ’ το πέλαο ξεπηδώντας Ασπάστηκε τα οστά του και τραγούδησε. Παντρεμένος τον αγώνα Σταύρωσε τη ζωή του μες στη νιότη Προς ένα τόπο όλο βουνό ελιά και θάλασσα. Σύντροφε και πατριώτη, Ω εσύ που κρατείς το τιμόνι αρμενίζοντας προς τη νίκη, Στοχάσου τον Άρη, πόσο σού ’μοιαζε, και πώς πέθανε για σένα.
Βρήκα ένα παλιό κάστρο, χτισμένο με αγκωνάρια υπολογίσιμου μεγέθους και το μεγάλο ποταμό. Γύρω απ’ την πόλη υπάρχουν οι πορτοκαλιές· όταν δεν τις σκοτώνει ο παγετός ανθίζουν. Πέρα από την ευωδιά τους, δεν ξεχνώ τούτο το σημαντικότατο στοιχείο,
βγάνουν εξαίσιους καρπούς. Καθώς παρατηρώ τα συμβεβηκότα (ας με συγχωρέσει ο Πολυλάς· τα ξέρω νεράιδες των όντων) να βυθίζονται στην Ιστορία, έχω την εντύπωση ενός πνεύματος περίπου αειθαλούς· ας πούμε, τα δίσεχτα χρόνια δεν καρπίζει.
Σαν πέσει ο Κεραυνός
’Σ των Ψαρών την ολόμαυρη ράχη περπατώντας η Δόξα μονάχη, μελετά τα λαμπρά παλληκάρια, και ’ς την κόμη στεφάνει φορεί γινομένο από λίγα χορτάρια που είχαν μείνη ’ς την έρημη γη. Διονύσιος Σολωμός
Ύστερα απ’ το μισόφωτο του φεγγίτη που λάμπραινε ανεξήγητα τα ρυτιδωμένα πρόσωπα Ύστερα από τις παγωμένες φωνές στις αίθουσες των στρατοδικείων Ύστερα από τη μοναξιά σε κελιά τσιμεντένια Τους βόγγους και τα όνειρα Το συσσίτιο το εγερτήριο και το αντιφέγγισμα Των σιδερένιων όπλων μες στα βουρκωμένα μάτια Εκείνος που ξεχάστηκε τώρα ανασταίνεται Εμείς που ξεχαστήκαμε τώρα ανασταινόμαστε Μες στη δικαιοσύνη.
Δεν είναι ενύπνιο αυτό μα όνειρο ονείρου Ονείρου όνειρο κι η υπόσχεση της δόξας Της δόξας που συνεχίζεται μες στη λευτεριά Που είναι ανάβαση λευτεριάς πάνω απ’ τον ύπνο Αν δεν γκρεμίζαμε τον ύπνο μας μπορεί να γέρναμε ν’ αναπαυτούμε Σε τέτοιο όνειρο ονείρου άλλο δεν ξέρουμε παρά να προχωρούμε Δροσιά οι κόμποι του ιδρώτα τα πόδια αλαφροπερπατούν στο έδαφος το σκληρό Γκρεμίζοντας λοιπόν το φρούριο του ύπνου Τραχύ κρασί της λευτεριάς σαν κόρφος κορασιάς να σ’ ευλογεί με το μεθύσι Εδώ μπορεί κανείς να στοχαστεί ν’ αγωνιστεί και να νικήσει Δεν είναι μήτε η σκέψη του εαυτού σου μες σε τέτοια λευτεριά Μόνον ο παντοτινός φωτοδότης κεραυνός τσακίζοντας τα σκοτάδια Δεν είναι μήτε η ελπίδα του εαυτού σου μες σε τέτοια λευτεριά Παρά οι σύντροφοι που περπατούν εμπρός και αναγγέλουν Με το αίμα τους την άναρχη ομορφιά χαρούμενων παιδιών Γκρεμίζοντας τον ύπνο Μονάχα η μυστική πραγματικότητα Ξανοίγεται όνειρο ονείρου Χωρίς ύπνο Ύπνος νεκρός Ο κεραυνός Από ψηλά φωτίζει το μυστικό όνειρο Γκρεμίζοντας και την γκρίζα ιδέα του ύπνου
Αλέξης Φωκάς [= Ηλίας Λάγιος], Ασκήσεις (Ι-ΙΧ), Ωλήν, Αθήνα 1984, σ. 144-145.