Σε αυτή τη μελέτη του ο Βαγενάς, εκκινώντας από την καβαφική ειρωνεία, εξετάζει γενικότερα τη λειτουργία της ειρωνείας στην ποίηση.
Η ειρωνική ποίηση οδηγεί κι αυτή σε ένα είδος ποιητικής κάθαρσης μέσα από μια διαδικασία ανάλογη με τη διαδικασία της λυρικής και της δραματικής ποίησης. Οι δύο τελευταίες προσφέρουν στον αναγνώστη την κάθαρση με τη δημιουργία μέσα του αντίρροπων ψυχολογικών καταστάσεων, που γίνεται δυνατή χάρη κυρίως στην ενέργεια του συναισθηματικού φορτίου των λέξεων. Η ειρωνική ποίηση οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα με τη συσσώρευση των συγκινήσεων που παράγονται από τις αντιθέσεις που δημιουργεί η ενιαία ενέργεια της λεκτικής και της δραματικής ειρωνείας. Η διαφορά τους είναι διαφορά μέσων, το αποτέλεσμα όμως είναι το ίδιο. Οι λέξεις της ειρωνικής γλώσσας λειτουργούν κυρίως με το διανοητικό δυναμικό τους και, ακριβέστερα, με τη δύναμη της υποδηλωτικής τους ενέργειας. Αλλά το γεγονός ότι κατορθώνουν να δώσουν την ποιητική κάθαρση, μιαν εμπειρία δηλαδή όχι μόνον διανοητική αλλά και συναισθηματική, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί σαν παράδοξο. Η ειρωνική γλώσσα προσφέρει την κάθαρση γιατί δεν εκφράζει παρά συγκίνηση συμπυκνωμένη σε μια διανοητική έκφραση, διατυπωμένη όμως με τέτοιον τρόπο (με τον οικονομικότερο τρόπο), που στην επαφή της με τον αναγνώστη να αποσυμπυκνώνεται ακαριαία και να παρασύρει τη συγκίνησή του με την ενέργεια μιας περιδίνησης.
Νάσος Bαγενάς, Η ειρωνική γλώσσα. Κριτικές μελέτες για τη νεοελληνική γραμματεία, Στιγμή, Αθήνα 2004, σ. 102.