Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, προσεγγίζοντας το απολυτίκιο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, δείχνει πώς οι κανόνες της ρητορικής τροφοδότησαν τη λογοτεχνικότητα της εκκλησιαστικής υμνογραφίας. Όπως ο ίδιος επισημαίνει, πολλά ζητήματα γύρω από την εκκλησιαστική ποίηση και τα βυζαντινά λογοτεχνικά κείμενα παραμένουν άλυτα, κυρίως γιατί αγνοήθηκε συστηματικά η λογοτεχνική τους πλευρά αφού το βάρος της ερμηνείας τους έπεσε κυρίως στο θεολογικό τους περιεχόμενο.
Ὁ ποιμενικός αὐλός τῆς θεολογίας σου τάς τῶν ῥητόρων ἐνίκησε σάλπιγγας· ὡς γάρ τά βάθη τοῦ πνεύματος ἐκζητήσαντι καί τά κάλλη τοῦ φθέγματος προσετέθη σοι· ἀλλά πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, πάτερ Γρηγόριε, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.
Το ανωτέρω τροπάριο (ήχος α΄) είναι το απολυτίκιο της εορτής του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου (25 Ιανουαρίου), ενός από τους μεγαλύτερους αναμφισβήτητα θεολόγους της χριστιανοσύνης, ποιητή και δεινού συγγραφέα.
[…]
Ο τρόπος αυτοκατανόησης της χριστιανικής εκκλησιαστικής ποίησης, όπως συνοψίζεται στους δύο μεσαίους στίχους του απολυτικίου του αγ. Γρηγορίου, διόλου δεν εμπόδισε την ποίηση αυτή να είναι εξαιρετικά τεχνική, να υπακούει δηλαδή σε πολύ αυστηρούς κανόνες, και, κυρίως, ρητορική, με διαρκή χρήση όλων των ρητορικών σχημάτων: συνεχείς αντιθέσεις, ισόκωλα, και ομοιοτέλευτα, παρηχήσεις, ασταμάτητα λεκτικά παιχνίδια με το κύριο όνομα του τιμώμενου αγίου (π.χ. Γρηγόριος-γρηγορώ, Αθανάσιος-αθανασία, Θεόδωρος-θεού δώρον κ.λπ.). Και για να μην πάμε μακριά, βλέπε, στο ποίημά μας, το αντιθετικό σχήμα των δύο πρώτων στίχων (ο ποιμενικός αυλός της θεολογίας ≠ οι σάλπιγγες των ρητόρων) ή το πάρισο των δυο μεσαίων, με ομοτονία και εσωτερικές ομοιοκαταληξίες (τα βάθη – τα κάλλη, του πνεύματος – του φθέγματος).
Μέγα, ως γνωστόν, το της ρητορικής κράτος στον βυζαντινό πολιτισμό και θα ήταν εντελώς παράδοξο αν η εκκλησιαστική ποίηση είχε αποφύγει την κυριαρχία του. Είναι γνωστό εξάλλου ότι η βυζαντινή υμνολογία αντλεί αυτούσιες φράσεις από ομιλίες, κείμενα δηλαδή εξ ορισμού ρητορικά. Η ρητορική ωστόσο, ενώ πολύ συχνά εξορίζει την ποίηση από την εκκλησιαστική υμνογραφία, αποτελεί ταυτόχρονα την ισχυρότερη απόδειξη πως οι εκκλησιαστικοί ύμνοι, όσο και αν η ποιητική τους δεν ξεχωρίζει το ωραίο από το αληθές και το αγαθό, γράφονται συνειδητά ως τέχνη, αντίθετα από ό,τι ισχυρίζονται όσοι μιλούν για το Βυζάντιο θεολογώντας περισσότερο από όσο χρειάζεται, όχι σπάνια μάλιστα περισσότερο από όσο θεολογούσαν οι ίδιοι οι Βυζαντινοί.
[…]
Η μελέτη της εκκλησιαστικής βυζαντινής ποίησης βρίσκεται ακόμη σε πολύ αρχικό στάδιο και τα περισσότερα προβλήματα παραμένουν άλυτα, με πρώτο και κυριότερο το εκδοτικό. Όλοι σχεδόν, επί παραδείγματι, θεωρούν ότι ο Ιωάννης Δαμασκηνός είναι ο σημαντικότερος ποιητής κανόνων της βυζαντινής ποίησης, δεν διαθέτουμε όμως ακόμη κριτική έκδοση του ποιητικού έργου του και είναι μάλλον βέβαιο πως θα αργήσουμε πολύ να την αποκτήσουμε· δεν γνωρίζουμε καν, και θα περιμένουμε πολύ ώσπου να το μάθουμε με ασφάλεια, ποιοι κανόνες από όσους του αποδίδονται είναι όντως δικοί του. Τα ίδια ισχύουν και για τους περισσότερους άλλους υμνογράφους. Άλυτα παραμένουν ακόμη τα ζητήματα μετρικής και στιχουργίας, ακόμη και η στιχουργική μορφή με την οποία εκδίδονται τα τροπάρια διαφέρει από έκδοση σε έκδοση. Από την άλλη, τα λογοτεχνικά κείμενα του Βυζαντίου δεν αντιμετωπίστηκαν, τις περισσότερες φορές, με λογοτεχνικούς όρους αλλά άλλοτε με αποκλειστικά θεολογικούς και άλλοτε με γραμματολογικούς και φιλολογικούς. Είναι αξιοσημείωτο της πως η πρώτη Ιστορία της βυζαντινής λογοτεχνίας η οποία συνειδητά αποπειράται να την προσεγγίσει ως λογοτεχνία εκδόθηκε μόλις το 1999 και έμεινε μάλιστα ανολοκλήρωτη λόγω του θανάτου του συγγραφέα της (1997), εννοώ το βιβλίο του Alexander Kazhdan A History of Byzantine Literature (650-850). Από τον πρωτοπόρο Κρουμπάχερ ώς τους Χούνγκερ και Μπεκ (και πιο πρόσφατα τον ημέτερο Θεοχάρη Δετοράκη) τα λογοτεχνικά κείμενα του Βυζαντίου όχι μόνο συναριθμήθηκαν και συνεξετάστηκαν μαζί με τα νομικά, ιατρικά, γεωγραφικά κ.ά. αλλά αντιμετωπίστηκαν κατά κανόνα ερήμην της λογοτεχνικότητάς τους. Αν ακολουθήσουμε το δρόμο του Καζντάν και πληθύνουν οι σχετικές μελέτες (παράλληλα με την προσπάθεια επίλυσης πολλών και ζόρικων φιλολογικών εκκρεμοτήτων) θα μας αποκαλυφθεί μια λογοτεχνία απροσδόκητα πλούσια και θα ανατραπούν, υποψιαζόμαστε, πολλές προαποφασισμένες απόψεις για αυτήν.
Σταύρος Ζουμπουλάκης, «Τα βάθη του πνεύματος και τα κάλλη του φθέγματος. Θεολογία και ρητορική στη βυζαντινή εκκλησιαστική ποίηση», περ. Νέα Εστία, τχ. 1765 (Μάρτ. 2004), σ. 430, 434 & 437-438. Διατίθεται εδώ .